Η Γλώσσα

Στην Αργιθέα η Ελληνική Γλώσσα, λόγω και του απρόσιτου, στους διάφορους κατά καιρούς επιδρομείς, ορεινού και δύσβατου εδάφους, παρέμεινε πάντοτε αμόλυντη και καθαρή. ‘Ενα μικρό ποσοστό λέξεων, υπόλειμμα της τουρκοκρατίας, το δανείστηκε από τις γύρω, επί πέντε σχεδόν αιώνες, τουρκο-κρατούμενες πεδινές περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Και μαζί με ελάχιστες σλάβικες, λατινικές, αλβανικές και άλλες ξενόφερτες λέξεις, αποτελούν την μόνη νοθεία που υπέστη στην περιοχή αυτή η γλώσσα μας, σε σύγκριση μάλιστα με τα βορινά της χωριά του Ασπροποτάμου που μιλιούνται παραφθαρμένα λατινικά, υπολείμματα απ’ τις ρωμαϊκές λεγεώνες που εγκατεστημένες εκεί φρουρούσαν την περιοχή για την ελεύθερη διακίνηση μέσω της Εγνατίας.

Η περιοχή της Αργιθέας διατήρησε την Ελληνική Γλώσσα ανόθευτη και θαυμάζει κανείς σήμερα, ταξιδεύοντας στα χωριά αυτά, το μεγαλείο της τρισχιλιετούς μας γλώσσας, όταν την ανακαλύπτει, πάντοτε ζωντανή, νέα και πλούσια, κάτω απ’ την πολυσυμφωνική – δωρική θα λέγαμε προφoρά των κατοίκων της. Των περήφανων Αργιθεατών που κρατούν ψηλά τα ιδεώδη της ελληνικής φυλής, την ελευθερία και τη λεβεντιά, και εκφράζουν απλόχωρα και με πηγαία ειλικρίνεια τα φιλόξενα αισθήματα σ’ αυτούς που θα ανεβούν στα πανύψηλα βουνά των Αγράφων και θα γνωρίσουν από κοντά μαζί με την άγρια ομορφιά του αλπικού τοπίου και την ωραία ψυχή των κατοίκων της Αργιθέας.

Στοιχεία προφοράς των λέξεων

‘Ολα τα ε ή αι που περιέχονται στις λέξεις, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων που τονίζονται, ακούγονται ως ι.

Πολλές φορές τα ε που περιέχονται στις λέξεις, όταν τονίζονται, ακούγονται ως ιε ή ιά.

Το ο πάντοτε, εφ’ όσον βρίσκεται στην αρχή της λέξης ή τονίζεται, ακούγεται ως ουό.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα λέξεων

αβάφτ’στου, του: Επίθετο που σημαίνει το αβάφτιστο βρέφος. “τόχου αβάφτ’στου ακόμα”, “θα του χάσου κι τόχου κι αβάφτ’στου!”. Λέγεται επίσης και επί κακών ανθρώπων, όπως και στο “αλάδουτους”. “μωρέ τι κάντ’ς ικεί αβάφστ’στι του διαόλου”

αγναντεύου: = Ρήμα που σημαίνει παρατηρώ;αγνάντιβα, θ’ αγναντέψω, αγνάντιψα. “αγνάντιψι να ιδείς χάλι κακό!…” “αγνάντιψι συμπιθιργιακό πόρχιτι!”

ακουρμαίνουμι ή ακουρμάζουμι: = ακουρμαίνουμαν, θα ακουρμαστου, ακουρμαστηκα, ρημα που σημαινει ακουω, ακροάζομαι, προσέχω για να ακούσω κάτι. “ακουρμαίνουμι τιμ’ λές” = ακροάζομαι τι μου λες. “ακουρμάσου ν’ ακούσεις”.

αθημουνιά, η: = (θημωνιά, απ’ το αρχ. θημών = σωρός, ρήμα τίθημι), ο εκ του θημωνιάσματος δημιουργούμενος σωρός χόρτου. Γίνεται συνήθως πάνω σε δέντρα, [1,φού περαστεί το προς αθημώνιασμα χόρτο σε ξύλινο στύλο. ‘Εχει το σχήμα πυραμίδας στρογγυλή ς και κατασκευάζεται με μεγάλη τέχνη ούτως ώστε να μην εισχωρήσει κατά το χειμώνα με τις βροχές υγρασία στο εσωτερικό της και σαπίσει. Το χόρτο είναι συνήθως τριφύλλι, το στέλεχος του καλαμποκιού, άγριο χόρτο, ή κλάδοι ψυλλωμένοι δέντρων όπως του ασφενδάμου. Πρόχειρη θημωνιά γίνονται και τα ελάχιστα δεμάτια σιταριού που μπορεί ο άγονος αυτός τόπος να βγάλει, που προορίζονται για αλώνισμα.

άϊ: = Επιφώνημα που χρησιμοποιείται πολύ στην Αργιθέα. Λέγεται συνήθως όταν θέλουν να δείξουν πως επί ματαίω γίνεται κάθε ενέργεια πάνω σ’ ένα θέμα, άδικος κόπος δηλαδή. “άί μωρέ τι ιέχασα”. Πλησιάζει να εκφράζει τη λέξη “αχ”, αλλά δεν είναι το ίδιο. Υπάρχει διαφορά. Το αχ, στην Αργιθέα έχει την ίδια σημασία που έχει και σ’ όλη την Ελλάδα. “άί κρίμα” = συνηθέστατη φράση που τη μεταχειρίζονται όταν θέλουν να λυπηθούν έναν για την κατάντια του ή για τις ανώφελες προσπάθειές του.
“άί χάζυ) -άλλη συνηθέστατη φράση που λέγεται όταν πρόκειται να γελάσουν για κάτι, ή όταν βλέπουν ένα κωμικό θέαμα. Το “άί” εδώ κοντεύει να φανερώνει ό,τι και το επιφώνημα “έ!” αλλά δεν είναι εντελώς το ίδιο. Διπλασιαζόμενο το “άί” γίνεται “άί-χάί” ή άί-haί”. Το λατινικό γράμμα h μπαίνει γιατί ακριβώς εκεί, όταν προφέρεται το άί δυο φορές, παρεμβάλλεται μικρός αναστεναγμός. Μπορούσε να εκφρασθεί με Χ ελληνικό αλλά δεν είναι ο αναστεναγμό ς τόσο βαθύς για να εκφρασθεί με “Χ”.
Το “άί-χάί” το μεταχειρίζονται πολύ στα τραγούδια του τραπεζιού, που είναι αργά πολύ και με πολλά σπασίματα και χρησιμεύει εκεί ως ~έσoν επαναλήψεως της ίδιας φράσης,
π.χ.:
“Σι τούτην τάβλα πούμαστι, σι τούτου του τραπέζι, τουν άγγιλου, άϊ-χάϊ, τουν άγγιλου φιλεύουμι”.

αναχαβαλlάζουμι: αναχαβαλιάζουμαν, θ’ αναχαβαλιαστού, αναχαβαλιάσικα, ρήμα που σημαίνει κάνω απρόοπτα φασαρία, συγχίζομαι, ξεσηκώνομαι ξαφνικά. “αναχοβαλιάσηκαν άμα τόμαθαν”, “τι αναχαβαλιάσκηταν ωρέ τ’ν αυγή;”
ανιβατό, του: = Επίθετο. Λέγεται το ψωμί που ζυμώθηκε με ζύμη. Εκ του ανεβαίνω, φουσκώνω. “ανέφκει του ψουμί” ή “φούσκουσι του ψουμύ>. Ανιβατό = αυτό που ανεβαίνει.
“ανιβατίζου του ψουμύ> σημαίνει ρίχνω μέσα στο ζυμάρι την ειδική ζύμη. Γίνεται εξαίρεση από το λειψό ψωμί που συνηθίζεται πολύ. Τέτοιο ψωμί συνήθως γίνεται σε επίσημες μέρες. Δεν έχει καμιά σχέση με το εφτάζυμο. Είναι ό, τι και το κοινό ψωμί. “θέλου ανιβατό ψουμύ>, “δε θέλου κλούρα”.
αντί, του: =(αρχ. αντίον). Ουσιαστικό. Ξύλινο εργαλείο στρογγυλό και μακρύ 1,1/2 μ. περίπου, που στη μια του άκρη είναι πελεκημένο τετράγωνο τρυπημένο σταυρωτά, έτσι που κοιτάζοντάς το βλέπεις νάχει τέσσερις τρύπες. Χρησιμεύει για να τοποθετείται στη μια και την άλλη άκρη του προς ύφανση νήματος, και το ένα ξετυλίγει το νήμα και υφαίνεται στο αναμεταξύ ώσπου να φτάσει στ’ άλλο αντί, που μαζεύει πλέον το ύφασμα έτοιμο. Οι τρύπες του χρησιμεύουν για να τοποθετείται μέσα σ’ αυτές ένα ξύλο για να γυρίζει η υψάντρα το αντί και να τυλίγεται το ύφασμα ή να ξετυλίγεται το νήμα. ‘Οταν ρωτούν κάποιον επίμονα “γιατί;” κι αυτός δεν θέλει ν’ απαντήσει, λέει: “για τ’ αντί, πόχει τέσσιρις τρύπις” (εύστοχος τρόπος αποφυγής απαντήσεως).

βάβου -βαβά, η: = (σλάβικο, μπάμπο), ουσιαστικό, η γιαγιά. “σι θέλει η βάβου μ'” = σε ζητά η γιαγιά μου. “Αν είχι κι η βάβου μ’ κουρδουμπούλια θα τ’ν έλιγαν παππούλη”, παροιμία που σημαίνει: αν είχε κι η γιαγιά μου ανδρικά γεννητικά όργανα, θα την έλεγαν παππού. Η παροιμία αυτή λέγεται περιπαικτικά σε κείνον που λέει συνεχώς “αν είχα εκείνο το πράγμα, θάμουν καλύτερος” ή “αν ήμουν πλούσιος, θα ήμουν ευτυχισμένος”, τότε, “κι αν η βάβου μ’ είχι κουρδουμπούλια, θα τ’ν έλιγαν παππούλη”.

γάστρα, η: = (αρχ. γάστρα = κοιλιά αγγείου), ουσιαστικό. Το ψωμί στα χωριά της Αργιθέας το ψήνουν ως εξής: Αφού ζυμώσουν την “κουλούρα”, (ζυγίζει 2-3 οκάδες) ανάβουν φωτιά (εστία) τοποθετώντας ένα λαμαρινένιο σκεύος μεγάλο (γάστρα) όσο και η κουλούρα και θερμαίνουν μ’ αυτό τον τρόπο και το σκεύος αυτό και τις πλάκες της “γωνιάς” (εστίας). ‘Όταν τα ξύλα γίνουν κάρβουνα κι η γάστρα κοκκινίσει, τα βάζουν στην άκρη της γωνιάς και σκουπίζουν καλά τις πυρακτωμένες πέτρες. Εκεί τοποθετούν το ψωμί, που για να μη γεμίσει με την εναπομείνασα στάχτη στη γωνιά, του καλύπτον το κάτω μέρος με φύλλα (χλωρά το καλοκάιρι, ή αποξηραμένα απ’ το καλοκαίρι, το χειμώνα) κουτσουπιάς, τα “κουτσ’πόφ’λα”. Μετά την τοποθέτηση του ζυμαριού το σκεπάζουν με τη γάστρα πούχει από πάνω χερούλι (λαβή). Τότε με τα κάρβουνα που ήταν στην άκρη, σκεπάζουν εντελώς το λαμαρινένιο αυτό σκέπασμα κι έτσι ψήνεται το ψωμί. Η γάστρα έχει στην άκρη της περιφέρειάς της μια στεφάνη να βαστάει τα κάρβουνα που της ρίχνουν επάνω της. “κάψι τ’ γάστρα να ψήσουμι ψουμύ.

δγιάβασμα, του: = Εκτός της έννοιας της ανάγνωσης που έχει η λέξη διάβασμα, στην Αργιθέα η λέξη “δγιάβασμα” σημαίνει “στάλσιμο”, δηλ. κάτι που στέλνεται. Προέρχεται
απ’ το ρήμα διαβαίνω = διαβάζου, δγιάβαζα, θα δγιαβάσου, δγιάβασα, που σημαίνει στέλλω μακριά κάτι, πετώ μακριά κάτι ή ρίχνω μακριά κάτι. “θα σι δγιαβάσου κάτ’ στου πλάί” = θα σε πετάξω μακριά κάτω στην πλαγιά. ,”τουν δγιάβασα στου χουργιό” = τον έστειλα στο χωριό.

ζαπώνου, ζάπουνα, θα ζαπώσου, ζάπουσα, που σημαίνει παίρνω κάτι δια της βίας, καταπατώ, καταλαμβάνω κάτι παράνομα (δίχως να είμαι κύριος του πράγματος). “ζάπουσι τα χουράφιΙα” = κατέλαβε παράνομα τα χωράφια, “τα ζάπουσι” = τα πήρε δια της βίας. Συνήθως τέτοιες καταλήψεις συνέβησαν την εποχή της αποχωρησεως των Τούρκων τσιφλικάδων απ’ το απελευθερωμένο έδαφος της Ελλάδας οπότε κατελάμβανε κάποιος ‘Ελληνας (συνήθως απ’ τους αρματόλούς και κλέφτες) μια περιοχή και την καλλιεργούσε.
Σιγά-σιγά αποκτούσε κυριότητα δια χρησικτησίας. Αυτός λένε “τα ζάπουσυ>, “ζάπουσι πουτσάράμ” = φάε παληκάρι μου.

θιρμαίνουμι: θιρμαίνουμαν, θα θιρμαθώ, θιρμάθ’κα, που σημαίνει κατέχομαι από τον πυρετό της ελονοσίας. “(κατέψ’κα στουν κάμπου -κι μι κόλσι θέρμη”. ελονοσία καίτοι δεν ευδημεί στα χωριά αυτά, όμως όσοι κατεβαίνουν στους κάμπους, άμαθοι από ζέστη, κι απροσάρμοστοι προς τον κάμπο που μαστίζεται από ελονοσία, πολύ εύκολα προσβάλλονται.

(Ολα τα στοιχεία που αφορούν τη γλωσσική παράδοση προέρχονται από το βιβλίο του Ξενοφώντα Δ. Στεργίου, η Αργιθεάτικη Διάλεκτος σε έκδοση του συλλόγου Αργιθεατών Θεσσαλών Αθήνας)