Η τοπική αργιθεάτικη φορεσιά είχε τα χαρακτηριστικά που συναντούμε σ’ολόκληρη την περιοχή των Θεσσαλικών και Ευρυτανικών Αγράφων. Οι άνδρες φορούσαν την πολύπτυχη φουστανέλα, κι εσωτερικά μπουραζάνι, βλαχόκαλτσες, γιλέκο που το ονόμαζαν και πεσλί και που συχνά ήταν κεντημένο, μαύρη σκούφια χωρίς φούντα που είχε ολόγυρα σειρίτι.
Συμπλήρωμα αυτής, κατάλοιπο του ’21, ήταν το σελάχι, μια δερμάτινη θήκη που τοποθετούσαν στη μέση τους κι έβαζαν εκεί την καπνοσακούλα για το στριφτό τσιγάρο, τον πριόβολο, το στουρνάρι ή τσακμακόπετρα και την ίσκα που τα χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν τσιγάρο. Έβαζαν ακόμα σουγιάδες ή μαχαίρια που τα είχαν για να κόβουν το ψωμί ή ό,τι άλλο στις γεωργικές τους απασχολήσεις και οι τσοπάνηδες για να φτιάξουν τα ωραία σκαλίσματα πάνω σε ρόκες και γκλίτσες.
Οι μερακλήδες φορούσαν το φέσι λίγο στραβά και άφηναν να πέφτει ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά. Άλλοι έβαζαν στα τσεπάκια του γιλέκου τα παλιά στρογγυλά ρολόγια κρεμασμένα μ’ ασημένιες αλυσίδες. Απαραίτητα για την ολοκλήρωση της φορεσιάς ήταν τα τσαρούχια, σε χρώμα σκούρο βυσινί ή μαύρο με μαύρες φούντες. Τα ρούχα και τα παπούτσια κατασκευάζονταν από ντόπιους τεχνίτες. Το μπουραζάνι κυρίως μαύρο ή άσπρο φοριόταν και μόνο του. Στη μέση συνήθιζαν να φορούν και φαρδιά ζώνη που οι άκρες της κατέληγαν σε κρόσια. Η ζώνη αυτή δεν είχε μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα αλλά και χρηστικό γιατί τους βοηθούσε ν’ αντέχουν στις δύσκολες δουλειές που έκαναν. Τη χειμερινή περίοδο, απαραίτητη ήταν η κάπα ή το κοντοκάπι (η κοντή κάπα), που γινόταν από τραγίσιο μαλλί σαν αυτό που φτιάχνονται τα τσόλια του σπιτιού, και ήταν μαύρη, καφέ ή άσπρη ανάλογα με την προτίμηση του καθένα. Η χρησιμοποίηση της τους διευκόλυνε ν’ αντιμετωπίσουν τις δύσκολες καιρικές συνθήκες του χειμώνα, γιατί δεν τους εξασφάλιζε μόνο ζεστασιά αλλά και προστασία από τις νεροποντές και τις χιονοθύελλες, αφού πολλοί τσοπαναραίοι περνούσαν με αυτή ολόκληρη τη νύχτα κάτω από κάποιο έλατο ή στριμωγμένοι σε κανένα στρουγκοκάλυβο.
Αν η αντρική φορεσιά της περιοχής είχε μια επιβλητικότητα, η γυναικεία ήταν ιδιαίτερα γραφική αλλά απλή. Τα μαλλινοφούστανα γίνονταν στον αργαλειό και τα περισσότερα τα έκοβαν στο κάτω μέρος μ’ ένα ψαλίδι σε τρίγωνα, που για να μην ξεφτίζουν αλλά και για να δώσουν χάρη στο φόρεμα, τα κεντούσαν με διάφορες χρωματιστές κλωστές κυρίως κόκκινες. Άλλο φόρεμα ήταν οι βλαχόφουστες που ήταν μαύρες με πολλές μικρές δίπλες. Όπως και στους άντρες, συνηθιζόταν παλιότερα και το γιλέκο στις γυναίκες αλλά και οι χοντρές μάλλινες κάλτσες (τσουράπια) που τις έδεναν με καλτσοδέτες. Συχνά οι κάλτσες αυτές ήταν κεντημένες, πράγμα που περισσότερο το συναντάμε στις βλάχισσες. Φορούσαν επίσης τσαρούχια και στο κεφάλι και στο κεφάλι την τσίπα ή μπόλια, ένα κεφαλομάντηλο που τις περισσότερες φορές ήταν κεντημένο, ιδιαίτερα όταν το φορούσαν νέες γυναίκες.
Η τσίπα είχε ολόγυρα τα κουκάκια, δαντέλα φτιαγμένη με το βελονάκι σε δύο – τρεις χρωματισμούς που της έδινα έτσι μεγαλύτερη χάρη. Το χρώμα τους ήταν καφετί ή άλλα σκούρα χρώματα, ενώ μαύρη μαντήλα φορούν οι γυναίκες που είχαν πένθος ή ήταν μιας περασμένης ηλικίας. Απλή και με πολύ μεράκι φτιαγμένη ήταν η ποδιά, που φτιαχνόταν κι αυτή στον αργαλειό και στο κάτω μέρος ήταν κεντημένα διάφορα απλά σχέδια με χρωματιστές μάλλινες κλωστές που στόλιζαν με απλότητα το μονόχρωμο, συνήθως μαύρο, χρώμα της. Αυτή η απλότητα που διέκρινε την ποδιά ήταν το γενικότερο χαρακτηριστικό ολόκληρης της γυναικείας φορεσιάς που ουσιαστικά αποτελούσε μια πρόσμιξη στοιχείων από τις φορεσιές κοντινών περιοχών (Ευρυτανικών Αγράφων, Αιτωλοακαρνανία, Ηπείρου) αλλά και από τη φορεσιά των Σαρακατσάνων.