Για τη σύνδεση των εννοιών της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού γράφει η ψυχολόγος του Κέντρου Κοινότητας του Δήμου Αργιθέας κα Χριστίνα Τρελλοπούλου.
Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι έννοιες οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους. Φτώχεια είναι η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία ζει ένα άτομο και η οποία δεν του επιτρέπει να καλύψει βασικές ανάγκες, απαραίτητες για την επιβίωσή του. Πολλά και ποικίλα είναι τα αίτια που διαμορφώνουν τις συνθήκες της φτώχειας, ενώ οι συνέπειές της έχουν τραγικές επιπτώσεις σε προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι μια κατάσταση “κοινωνικής περιθωριοποίησης”. Η φτώχεια είναι δυνατόν να γίνει αιτία κοινωνικού αποκλεισμού. Αλλά και ο κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί να οδηγήσει στη φτώχεια. Οι χώρες, παγκοσμίως αγωνίζονται να μειώσουν τη φτώχεια, η οποία εμφανίζεται άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό. Στη χώρα μας το 20% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας.
Η φτώχεια χαρακτηρίζεται σε σχετική και απόλυτη ή ακραία. Στη σχετική φτώχεια, το άτομο μπορεί να καλύψει βασικές ανάγκες, συγκριτικά με άτομα του ίδιου βιοτικού επιπέδου. Στην απόλυτη ή ακραία φτώχεια, το άτομο δεν είναι σε θέση να καλύψει τις πλέον βασικές του ανάγκες, όπως την επαρκή σίτιση, την ένδυση και τη στέγη.
Η χαμηλή συνταξιοδότηση, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ή ημιαπασχόλησης, γίνεται σοβαρή αιτία φτωχοποίησης ενός λαού. Το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο του ατόμου, δεν του επιτρέπει να ανέλθει κοινωνικά και, σε επέκταση, οικονομικά. Η ασθένεια, η αναπηρία, τα γηρατειά και η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, οδηγούν επίσης στη φτώχεια. Η μετανάστευση από και προς τη χώρα και ο ρατσισμός είναι αιτίες που οδηγούν στη φτώχεια. Οι πολυπληθείς οικογένειες πολλές φορές μαστίζονται από αυτή. Επιπλέον, στις απομονωμένες και γεωγραφικά απομακρυσμένες περιοχές, με την υπάρχουσα έλλειψη υποδομών και την έλλειψη κοινωνικών υπηρεσιών, παρατηρείται επίσης αύξηση της φτώχειας.
Οι συνέπειές της, πλήττουν το άτομο σε προσωπικό επίπεδο. Ηθικά, νιώθει αδύναμο, εγκαταλειμμένο, αβοήθητο, απογοητευμένο. Η απόλυτη φτώχεια του στερεί τον αξιοπρεπή τρόπο διαβίωσης και θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Συχνά, το άτομο αυτό υποσιτίζεται και προσπαθεί να επιβιώσει σε κάποιο κατάλυμα, συνήθως ακατάλληλο (δίχως νερό, ρεύμα, θέρμανση, κλπ.) ή ακόμη πιο ακραία, οπουδήποτε, ακόμα και “στο δρόμο”. Η έλλειψη υγιεινής γίνεται συχνά αιτία να νοσεί από μολυσματικές ασθένειες.
Στον τομέα της ψυχολογίας οι ακραίες συνθήκες φτώχειας δημιουργούν άτομα με μειωμένες αναπτυξιακές ικανότητες. Παρατηρείται επιβράδυνση της νοητικής και σωματικής ανάπτυξης των παιδιών, ενώ το χαμηλό εισόδημα, οι διακρίσεις , η περιθωριοποίηση “τραυματίζουν” ψυχικά το άτομο, προκαλώντας συχνά κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, αυτοτραυματική συμπεριφορά, θυμό, επιθετικότητα, ακόμη και αυτοχειρία.
Οι κρατικοί φορείς καλούνται να καταστείλουν σοβαρά κοινωνικά φαινόμενα’ όπως εκείνα της αστεγίας, της επαιτείας, της σωματεμπορίας (trafficking), της εγκληματικότητας, της βίας, της εγκατάλειψης ανηλίκων, των εκτρώσεων, κλπ. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανέργων, μεταναστών, ηλικιωμένων, πλήττει σοβαρά την οικονομία μιας χώρας αυξάνοντας το ποσοστό της φτώχειας και μειώνοντας συνεπώς σταδιακά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της. Η ακραία φτώχεια και η εξαθλίωση ισοπεδώνουν την ανθρώπινη αξία, διαμορφώνοντας συνθήκες για την εκμετάλλευση και τη θυματοποίηση, κυρίως των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού (γυναικών, παιδιών, νέων, ατόμων με αναπηρία, μεταναστών, κλπ.).
Συνεπώς το άτομο που ζει σε συνθήκες φτώχειας βιώνει και τον αποκλεισμό από το εκπαιδευτικό σύστημα, από την αγορά εργασίας, από το σύστημα υγείας αλλά και από τις προνοιακές παροχές. Η φτώχεια λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Τα άτομα στερούνται μόρφωσης λόγω εγκατάλειψης του σχολείου και μη ολοκλήρωσης της βασικής εκπαίδευσης, κατάσταση που οδηγεί στο να μένουν ανειδίκευτα. Ο αποκλεισμός τους ακόμα από εκπαιδευτικά ταξίδια, πολιτισμικές, αθλητικές και διανοητικές δραστηριότητες, γίνεται αιτία ανάσχεσης της προόδου τους. Τα φτωχά άτομα δεν έχουν ίσες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν διαθέτουν μόρφωση ή εξειδίκευση. Συχνά εργάζονται ανασφάλιστα, ενώ τα περισσότερα καταλήγουν μακροχρόνια άνεργα. Ως προς την υγεία παρατηρείται περιορισμένη πρόσβαση στο υπάρχον σύστημα. Στερούνται δικαιωμάτων περίθαλψης ή δικαιούνται ελάχιστα διότι είναι ανασφάλιστα. Δεδομένων όλων των παραπάνω παρατηρείται αποκλεισμός από το προνοιακό σύστημα., αφού τα άτομα αυτά δεν έχουν πρόσβαση στην πληροφόρηση ώστε να διεκδικούν προνοιακές παροχές, ικανές για την ένταξή τους στην κοινωνία.
Τα Κέντρα Κοινότητας είναι δομές οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες με στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την κοινωνική ένταξη των ωφελουμένων. Συνεργάζονται με δομές και υπηρεσίες του Δήμου και παραπέμπουν τους πολίτες σε προγράμματα πρόνοιας και κοινωνικής ένταξης τα οποία υλοποιούνται τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Οι πολίτες έχουν πλέον τη δυνατότητα πρόσβασης στην πληροφόρηση και την ενημέρωση. Η πολιτεία περιβάλλει με εμπιστοσύνη τα Κέντρα Κοινότητας των Δήμων, προσβλέποντας ότι η λειτουργία τους θα βοηθήσει αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
H Ψυχολόγος του Κέντρου Κοινότητας Βραγκιανών
Δήμου Αργιθέας
Χριστίνα Τρελλοπούλου