Η γέφυρα κοράκου στις περιγραφές των περιηγητών

Ένα από τα αξιόλογα μνημεία της περιοχής μας, η γέφυρα Κοράκου δεν υπάρχει πια. Καταστράφηκε από τον ΔΣΕ κατά τον εμφύλιο πόλεμο (28-3 1949). Μέχρι πρόσφατα διασώζονταν τα βάθρα, κι αυτά σιγά σιγά εξαφανίζονται λόγω των έργων στην περιοχή.
Ενόσω υπήρχε η γέφυρα, προκάλεσε το θαυμασμό και την περιέργεια Ελλήνων και ξένων περιηγητών, που την αποτύπωσαν σε κείμενά τους.

Ο Άγγλος ταγματάρχης Μπέκερ, είχε οριστεί, εκ μέρους της Αγγλίας, μέλος της επιτροπής οριοθέτησης των συνόρων Ελλάδας – Τουρκίας και πέρασε στην περιοχή το 1832.

Να πως περιγράφει την γέφυρα και την περιοχή σε κείμενό του, δημοσιευμένο σε Αγγλικό περιοδικό, το 1838:

«…Οι δύο γέφυρες είναι αξιοθαύμαστες για τον τολμηρό τους σχεδιασμό και την έκταση του ανοίγματος του τόξου τους και ειδικά η γέφυρα του Κοράκου (η οποία παραμένει στην Τουρκία ως γραμμή επικοινωνίας μεταξύ Άρτας, Ραδοβισδίου και Τρικάλων και Λάρισας)  είναι σχεδόν απαράμιλλη για τη δύναμη και την ελαφρότητα της κατασκευής της.

 Το άνοιγμα του τόξου αγγίζει τα 45 μέτρα, η συνολική απόσταση του δρόμου από τον έναν βράχο ως τον άλλον είναι 60 μέτρα, ενώ το πλάτος, συμπεριλαμβανομένου και ενός πολύ χαμηλού στηθαίου, δεν ξεπερνά τα δυόμισι μέτρα, και το ύψος από την κοίτη του ποταμού φτάνει τα 41 μέτρα.

Ο δρόμος μετά βίας αγγίζει τα δύο μέτρα σε πλάτος, και δε φαίνεται, από τις προσβάσεις του από τις δύο όχθες, να προοριζόταν ποτέ για επικοινωνία μέσω τροχοφόρων.

Οι βράχοι στις δύο όχθες υψώνονται κάθετα σε μεγάλο ύψος και τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο εντυπωσιακό από τη θέα αυτού του λεπτού κομματιού λιθοδομής που συνδέει τις δύο απόκρημνες όχθες του Άσπρου στο σημείο που σχηματίζει μια ρομαντική μικρή κοιλάδα από τα άγρια φαράγγια που σχηματίζουν τα όρη Τζουμέρκα και Άγραφα και σε μια τοποθεσία όπου ο ταξιδιώτης δεν είναι στο ελάχιστο προετοιμασμένος να συναντήσει τον τόσο όμορφο και μοναδικό θρίαμβο του μηχανικού, που θυμίζει περισσότερο αντέρεισμα θόλου κτιρίου Γοτθικού ρυθμού παρά μια ουσιώδη και μόνιμη επικοινωνία για ανθρώπους και ζώα πάνω από τους αφρίζοντες χείμαρρους του πρώτου ποταμού στην Ελλάδα.

Η κατασκευή της γέφυρας αποδίδεται σε πρωτοβουλία του ηγούμενου της μονής Δουσίκου στη Θεσσαλία και, αν λάβουμε υπ’ όψιν την απόστασή της από το μοναστήρι, τιμά τους καλόγερους για το φιλελευθερισμό τους και τη φροντίδα για το δημόσιο καλό πιο πολύ από ό,τι τον μηχανικό για τις ικανότητές του.(2).

Παρ’ όλα αυτά, γέφυρες αντίστοιχης περιγραφής δεν είναι σπάνιες σε αυτή την περιοχή: στην κοιλάδα του ποταμού Πετρίλου υπάρχει μία, σε εξαιρετική κατάσταση, το τόξο της οποίας αγγίζει τα 28,5 μέτρα ενώ το πλάτος της μετά βίας φτάνει τα 2,60 μέτρα. Υπάρχουν ακόμη δύο γέφυρες στις κοιλάδες των Πλατανιά και του Ραφτόπουλου με ανάλογες διαστάσεις, όμως οι επικοινωνίες που οδηγούν σε όλες, πλην του Κοράκου, έχουν διακοπεί και εγκαταλειφθεί προ πολλού παρ’ όλο που τα τόξα διατηρούνται ακέραια. Όλες δείχνουν να χρονολογούνται από αρχαιοτάτων χρόνων…».

Η άλλη προέρχεται από τον Γερμανό γεωλόγο FILIPPSON που πέρασε στην περιοχή το 1890 και στο βιβλίο του “THESSALIEN UND EPIRUS” περιγράφει:

«Από εδώ κατεβαίνουμε (1/2 ώρα) στον Ασπροπόταμο, που διασχίζει ολόκληρο τον πυθμένα της κοιλάδας, που έχει πλάτος 400 μέτρα περίπου, και περικλείεται από βοσκοτόπια.

Το ρεύμα του ποταμού παρασύρει αμέτρητους κορμούς δέντρων ελάτης και από την άλλη πλευρά, σε ένα μικρό πλάτωμα βλέπουμε μερικά χωράφια και καλύβες. Από πάνω υψώνεται μία μακριά γυμνή ράχη, ο Σμιγός (περίπου 1.600 μέτρα). Κάτω φλύσχης, από πάνω επιβλητικός κερατόλιθος και πλακώδης ασβεστόλιθος, με μεμονωμένα έλατα. Η διαδρομή που ακολουθούμε είναι κατηφορική από την πλαγιά του φλύσχη της δυτικής πλευράς. Ο φλύσχης κατευθύνεται ΒΔ 35ο και καταλήγει ΒΑ. Περιέχει περισσότερα κροκαλοπαγή ιζήματα. Ένα δάσος από πουρνάρια ντύνει το τοπίο, γεμάτο από χαράδρες. Μετά το σημείο της κοιλάδας που βρίσκονται οι λιγοστές καλύβες, η κοιλάδα στενεύει. Ο πλακώδης ασβεστόλιθος, που μέχρι τώρα βλέπαμε μόνο στις ράχες του βουνού, απλώνεται εδώ και στις δύο πλευρές μέχρι χαμηλά, τον πυθμένα της κοιλάδας. Στην ανατολική όχθη, την πλαγιά ντύνει ένα δάσος από καταπράσινα πλατάνια και πουρνάρια. Στη δυτική πλευρά τον φλύσχη ακολουθούν εναλλάξ στρώσεις ανοιχτόχρωμου ασβεστόλιθου και σχιστόλιθου. Εκεί μέσα υπάρχει γκρίζο ίζημα (breccie) ασβεστόλιθου με μονοκύτταρους οργανισμούς με ασβεστώδεις φλοιούς (Nummuliten). Από πάνω ακολουθεί μόνο πλακώδης ασβεστόλιθος. Από τον ασβεστόλιθο αυτόν σχηματίζεται στην κοιλάδα μία εξαιρετικά απότομη χαράδρα με κατεύθυνση ΑΝΑ. Το ποτάμι κυλά στριμωγμένο σε στενή κοίτη ανάμεσα από απότομες βραχώδεις όχθες. Εδώ τα κλωνάρια των πλατάνων γέρνουν πάνω στα αφρισμένα νερά του ποταμού. Το δυνατό ρεύμα του ποταμού παρασύρει προς τα κάτω αποφλοιωμένους κορμούς ελάτων, τον έναν μετά τον άλλο.

Εκεί που τα τοιχώματα των βράχων εμποδίζουν την περαιτέρω κίνηση στη χαράδρα, τον ποταμό κόβει μία μοναδική, στρογγυλεμένη αψίδα: το Γεφύρι του Κοράκου, (2 ½ ώρες από την Γρέβια, 19 ½ ώρες από την Άρτα, 440 υψομ.).

Το μήκος του γεφυριού είναι περίπου 50 μ. το πλάτος του ποταμού 40 μ. Είναι εξαιρετικά στενή, όσο ένα αχθοφόρο ζώο περίπου στο πλάτος, στρωμένη με πέτρες, οι οποίες με το χρόνο έχουν γίνει επικίνδυνα στρογγυλές και λείες. Το στηθαίο είναι τόσο χαμηλό και κατεστραμμένο, που όποιος το διασχίζει απαγορεύεται να πάσχει από ιλίγγους.

Και αυτή η γέφυρα, όπως και κάθε παρόμοια, είναι ψηλή, κατακόρυφη και από τις δύο πλευρές και κεντρικά υψούμενη αψιδωτή γέφυρα είναι κατά πάσα πιθανότητα Βυζαντινής εποχής.

Εντούτοις είναι λιγότερο απότομη σε σχέση με τις περισσότερες άλλες, όπως π.χ. της Τατάρνας, που κατά τα άλλα, όσον αφορά την κατασκευή, την θέση και το σκηνικό, είναι σχεδόν ίδια.

Το εξαιρετικό αυτό γεφύρι, πάνω από τον βαθύ ποταμό, μεταξύ των ψηλών και απόκρημνων τοιχωμάτων των βράχων, από τα οποία τα καταπράσινα δέντρα πετάνε εδώ κι εκεί τις σκούρες κορφές τους, σε συνδυασμό με την απόλυτη ερημιά, συνιστούν ένα μοναδικά ρομαντικό τοπίο, που μένει αξέχαστο.

Ανεβαίνοντας το γεφύρι από τα δυτικά, υπάρχουν τα συντρίμμια ενός φυλακίου.

Από την άλλη πλευρά το μονοπάτι οδηγεί ξανά προς τα κάτω στην έξοδο της χαράδρας, αποκλείεται όμως στο σημείο εκείνο, μερικά βήματα πιο πέρα από την γέφυρα, από ένα καινούργιο φυλάκιο, που καταλαμβάνει όλον το στενό χώρο μεταξύ βράχου και ποταμού, με αποτέλεσμα ο δρόμος να περνά μέσα από το ισόγειο του κτίσματος.

Στον όροφο πάνω από την είσοδο είναι ο χώρος κατοικίας των στρατιωτών, οι οποίοι θα πρέπει να φυλάνε το στενό πέρασμα. Καθώς όμως η είσοδος δεν σχηματίζει θόλο από πάνω, θα ήταν πολύ εύκολο για μία ομάδα ληστών να χτυπήσουν τους στρατιώτες από κάτω. Παρεμπιπτόντως, τώρα υπήρχε μόνον ένας στρατιώτης»…

Καταστροφή του ωραιότερου δάσους

«…Από το Λιάσκοβο δυτικά πάνω από τη χαράδρα του Άσπρου, ο οποίος δεν φαίνεται, βλέπει κανείς τη Μεσούντα. Ανατολικά όμως, μακριά, προς τα πάνω, φαίνεται η κοιλάδα του Σμιγού. Και αυτό το ρέμα, όπως όλοι οι παραπόταμοι του Άνω Άσπρου, ήταν γεμάτο κορμούς δέντρων που κατεβαίνουν το βουνό. Η αποψίλωση των δασών στην περιοχή του Άνω Άσπρου έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις από τότε που η περιοχή έγινε Ελληνική και δεν χωρίζεται από κρατικά όρια από την εκβολή του ποταμού. Το ορμητικό και άφθονο νερό του Άσπρου και των περισσότερων παραποτάμων του, καθιστούν δυνατή την μεταφορά των ελάτων – τα οποία αποτελούν τον κύριο στόχο – στα νερά τους, που τα φέρνουν χαμηλά ένα-ένα προς τα κάτω αφού παρασυρθούν από την πλαγιά του βουνού στο επόμενο ρέμα. Κατά διαστήματα οι ξυλοκόποι κατεβαίνουν κατά μήκος της όχθης για να επαναφέρουν σε κίνηση τους κορμούς που έχουν εξοκείλει. Στην εκβολή του Άσπρου τα ξύλα μαζεύονται και ενώνονται σε σχεδίες, όπου μεταφέρονται από τον κόλπο στην Πάτρα. Έτσι οι κορμοί φτάνουν σχεδόν χωρίς κανένα κόστος από την καρδιά της Πίνδου μέσω του μεγάλου ποταμού της Ελλάδας. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και στους κατά τα άλλα μεγάλους ποταμούς της Πίνδου. Ο Αχελώος, ο Πηνειός όπως και ο ποταμός της Άρτας έχουν υποστηρίξει μία επιχείρηση μεταφοράς ξυλείας μέσω ρεύματος. Καθώς, όμως, η περιοχή του Άσπρου καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Πίνδου, οι συνέπειες της εύκολης αυτής μεταφοράς είναι πολύ καταστρεπτικές. Κερδοσκόποι από τα Τρίκαλα ή την Πάτρα αγοράζουν έναντι ελάχιστου τιμήματος την άδεια κοπής δένδρων από την Κυβέρνηση και χρησιμοποιούν Βούλγαρους ξυλοκόπους – μόνο «Βούλγαρους» στην προκειμένη περίπτωση- γιατί γενικότερα γι’ αυτήν τη δουλειά χρησιμοποιούνται νότιοι Σλάβοι, για να καταστρέψουν ολόκληρα τετραγωνικά του ωραιότερου δάσους.  Σε μερικά χρόνια δεν θα υπάρχει πια κανένα έλατο στην Πίνδο, απ’ αυτά που ανήκουν στην περιοχή του Άσπρου, ενώ μέχρι πρόσφατα έντυνε σχεδόν όλα τα βουνά της Πίνδου ένα πυκνό δάσος από πανάρχαια δέντρα. Αποτέλεσμα θα είναι στη συνέχεια τα λίγα χωράφια των κατοίκων του βουνού να ερειπωθούν τελείως και η καταστροφή θα φτάσει μέχρι την πεδιάδα. Με τους Έλληνες «δασάρχες» /αρμόδιους μια μεταστροφή της μοίρας αυτής είναι αδύνατη. Και ο λόγος είναι απλός γιατί είναι αδύνατον να γίνει ένας πραγματικός και αυστηρός έλεγχος εδώ στην περιοχή, πέρα από το μυωπικό πεδίο της πρωτεύουσας.

Ο δρόμος μας οδηγεί από το Λιάσκοβο ψηλά, στην βόρεια πλαγιά της βαθιάς και απόκρημνης κοιλάδας του Σμιγού προς τα ΝΑ…»

 

Τη μετάφραση έκαναν δυο καλές φίλες. Η Δινομάχη Δούκα (Αγγλικά) και η Ιωάννα Καλομοίρη (Γερμανικά). Το ευχαριστώ μας είναι το ελάχιστο.

Έρευνα, επιμέλεια και παρουσίαση: Λάμπρος Τσιβόλας.