Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1782 μ.Χ. σε μια σπηλιά, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαυροματίου Καρδίτσας. Μητέρα του είναι η Ζωή Ντιμισκή, που κατάγονταν από τη Σκουληκαριά Άρτας, αδερφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και πρώτη εξαδέρφη του ξακουστού καπετάνιου Γώγου Μπακόλα.

Το 1788, η Ζωή παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη Μαυροματιώτη, πρόκριτο από το Μαυρομάτι Καρδίτσας, αλλά στάθηκε άτυχη. Μετά από δυο χρόνια ο άντρας της αρρώστησε και πέθανε και την άφησε χήρα και άτεκνη σε νεαρή ηλικία, παντέρημη, δίχως στενούς συγγενείς κοντά της. Η όμορφη και ευγενική γυναίκα ένιωσε έντονη ανασφάλεια και αποφάσισε και πήγε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Μαυροματίου, την οποία υπηρετούσε, χωρίς ωστόσο να περιβληθεί επίσημα το μοναχικό σχήμα. Εκεί γνωρίστηκε με τον αρματολό του Βάλτου Δημήτριο Καραΐσκο, γιο τού Γεωργίου Ίσκου ή Λαλογιώργου από το Σακαρέτσι, και η σχέση τους έδωσε καρπό κοιλίας. Καθώς προχωρούσε η εγκυμοσύνη και δεν μπορούσε να την κρύψει, έφυγε από το μοναστήρι και εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά, όπου και γέννησε μόνη της και αβοήθητη.

Η πόρτα του μοναστηριού έκλεισε για τη φτωχή γυναίκα, για να αποφύγουν οι μοναχοί την κατακραυγή και να σώσουν το κύρος της Μονής, ωστόσο ο Ηγούμενος τη φρόντιζε, προσφέροντάς της τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Το μωρό βάφτισε μοναχός του μοναστηριού, στο οποίο έδωσε το όνομα Γεώργιος, αφού η μητέρα του τον έθεσε κάτω από τη σκέπη του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο και εναπόθεσε τις ελπίδες της για την επιβίωσή τους. Μετά από λίγο καιρό, ο Ηγούμενος την έφερε σε επαφή με μια γυναίκα Σαρακατσάνα, την Πουλιάνα, στην οποία παρέδωσε το μωρό, και αυτή, ντυμένη καλογερίστικα, γύριζε από χωριό σε χωριό, πουλώντας λιβάνι, κεριά, σταυρούς, εικονίσματα και λαδάκι θαυματουργό από τις καντήλες της εκκλησιάς.

Το μυστικό της κυκλοφόρησε στη γύρω περιοχή και η κοινωνία έδειξε το σκληρό της πρόσωπο στη χήρα και στο ορφανό, που κανένας δεν είχε λόγο καλό να πει. Όταν το παιδί άρχισε να μπουσουλάει και να κάνει τα πρώτα του βήματα, ρώταγαν τους τσελιγκάδες που το φρόντιζαν:

  • Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;

κι έπαιρναν την απόκριση:

  • Ο γιος της καλογριάς.

Αυτό ήταν το πρώτο του όνομα, το οποίο τον ακολούθησε ως τον θάνατό του.

Μεγάλωσε σαν αγρίμι, μέσα στις στερήσεις και στην καταφρόνια, ξυπόλητος, με κουρελιασμένα ρουχαλάκια, νηστικός πολλές φορές και απεριποίητος. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, μικροί και μεγάλοι, δεν του φερόταν και με τον καλύτερο τρόπο, παρόλο που κέρδισε την εμπιστοσύνη τους. Πολλοί τον κακομεταχειρίζονταν, τον έβριζαν και τον εκμεταλλεύονταν, γι’ αυτό και απέφευγε τις πολλές συναντήσεις.

Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε τη μητέρα του, τον μόνο άνθρωπο που του φερόταν με ευγένεια και καλοσύνη. Έτσι έμεινε μόνος και αβοήθητος και ρίχτηκε στη σκληρή βιοπάλη για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του. Έκανε ολονών τα θελήματα και έβοσκε γιδοπρόβατα στα βουνά. Ήταν δύσκολες οι εποχές, δεν είχε και πολλές επιλογές. Για να βρει ανάπαυση, έπαιρνε τις πλαγιές και τα βουνά, που τόσο πολύ λάτρευε, μακριά από όλους αυτούς που τον πίκραιναν.

Όταν έγινε 15 ετών, άρχισε να συναναστρέφεται με συνομηλίκους του από το χωριό Γράλιστα [= Ελληνόπυργος], που σύντομα αναγνώρισαν την εξυπνάδα του και την πυγμή του, γι’ αυτό και τον έκαναν αρχηγό τους σε μια συμμορία που προέβαινε σε μικροληστείες. Στην αρχή έκλεβαν φρούτα, μετά κότες και αργότερα αρνιά και κατσίκια. Για τη δράση τους αυτή κυνηγήθηκαν από τους Τούρκους και πήραν τα βουνά για να γλιτώσουν. Αφού εφοδιάστηκαν όλοι τους με ντουφέκια, ανέβηκαν ψηλά στα Άγραφα, που τους παρείχαν ασφάλεια, και εκεί εκπαιδεύτηκαν στον κλεφτοπόλεμο. Ο Καραϊσκάκης διάλεξε να παραμείνει στο Λεοντίτο της Αργιθέας, όπου πέρασε αρκετά χρόνια και γνώρισε όλη την περιοχή των Αγράφων, ενώ διατήρησε ισχυρούς δεσμούς με τη γενέτειρα της μητέρας του, την οποία και επισκεπτόταν.

Σε μια επιχείρηση της συμμορίας του, σε ηλικία 18 ετών, έπεσε στα χέρια των Αλβανών του Αλήπασα και οδηγήθηκε στα Γιάννενα. Τιμωρήθηκε γι’ αυτή του τη δράση, αλλά δεν χαλάστηκε, γιατί επενέβη ο θείος του, ο καπετάνιος Γώγος Μπακόλας. Έτσι ο Αλή τον κράτησε στη δούλεψή του, όπου έμαθε γράμματα και σπούδασε και στην τέχνη του πολέμου. Ο Βεζίρης σύντομα  διαπίστωσε ότι είχε κοντά του έναν ευφυέστατο και τολμηρό νέο, τον οποίο και χρησιμοποίησε στις δύσκολες δουλειές του, όπως στην εκστρατεία του εναντίον του Πασβάνογλου, όπου εκτέλεσε σοβαρή πολεμική αποστολή, αφού κατάφερε να περάσει απαρατήρητος μέσα στο Κάστρο του Βιδινίου.

Κατά το 1805 εγκατέλειψε τα Γιάννενα και την αυλή του Αλή Πασά και ακολούθησε τον θρυλικό Κατσαντώνη στα αγαπημένα του Άγραφα, δείχνοντας γρήγορα τα πολεμικά του προτερήματα. Σφαίρα του όπλου του βρήκε τον δερβέναγα του Αλή Πασά, τον ξακουστό Βεληγκέκα, ο οποίος κυνηγούσε την ομάδα των Κατσαντωναίων. Ξεχώρισε σε πολλές μάχες που έδωσαν με τους Τουρκαλβανούς και ο Κατσαντώνης τον έκανε πρωτοπαλίκαρό του. Πήρε μέρος και στη συνέλευση των κλεφταρματολών στη Λευκάδα, όπου ορκίστηκαν να ελευθερώσουν την πατρίδα.

Μετά από τον θάνατο του Κατσαντώνη, την αρχηγία της ομάδας ανέλαβε ο αδελφός του Λεπενιώτης και μαζί του ο Καραϊσκάκης με τα υπόλοιπα παλικάρια συνέχισαν τη δράση τους ως κλέφτες, ορκισμένοι στον δρόμο της εκδίκησης. Ο Αλή πασάς πίστεψε ότι με τον θάνατο του θρυλικού ήρωα θα απαλλασσόταν από τους Κατσαντωναίους, αλλά είδε μπροστά του την ίδια ακριβώς κατάσταση. Τα κατορθώματα του καπετανάτου των Αγράφων ακολουθούσαν τη λαμπρή πορεία που χάραξε ο Κατσαντώνης, σκορπίζοντας ταραχή και πανικό στους Αληπασαλήδες, αλλά υπερηφάνεια και ελπίδα στους σκλαβωμένους.

Ο Λεπενιώτης επανειλημμένα ήλθε σε σύγκρουση με τουρκαλβανικά αποσπάσματα, όπου σημείωσε σημαντικές νίκες, όπως εκείνη στην Παπαδιά του Καρπενησίου, τον Μάιο του 1809, εναντίον του Σουλεϊμάν Τότη. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που επιτίθενται και σε Καρπενησιώτες Έλληνες, για να αρπάξουν τις περιουσίες τους, με αποτέλεσμα προεστοί της περιοχής να διαμαρτυρηθούν στον πασά των Ιωαννίνων, ζητώντας τη βοήθειά του. Τις αδικοπραγίες του μπουλουκιού του Λεπενιώτη περιγράφουν σε αναφορά τους προς τον Αλή πασά Τούρκοι και Έλληνες προεστοί του Καρπενησίου προς τον Αλή πασά. Πέρα από κάποιες ληστείες που φαίνεται να διέπραξαν, πήγαν στο χωριό Βουτύρου, όπου επιτέθηκαν στον προεστό του χωριού, τον παπα-Δημήτρη, και στον αδερφό του που επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι αμύνθηκαν, αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση, αλλά εκείνοι φεύγοντας έκαψαν την οικία του παπά με όλο το βιος του.

Κυνηγημένο λυσσαλέα το κλέφτικο ασκέρι των Κατσαντωναίων από τον Αλή πασά, και δικαιολογημένα, βέβαια, σύμφωνα με τα στοιχεία, εγκατέλειψε τα Άγραφα και κατέφυγε για ένα διάστημα στα Επτάνησα.

Οι ληστείες στον ορεινό όγκο αυξήθηκαν ραγδαία, αφού εκδιώχτηκαν από τα Άγραφα οι Μπουκουβαλαίοι, και για να ειρηνεύσει ο τόπος, ο Αλή έδωσε αμνηστία στους κλέφτες Κατσαντωναίους και τους κάλεσε στα Γιάννενα να τους παραδώσει το αρματολίκι, ώστε να επιστρέψουν στην περιοχή τους όχι σαν κλέφτες, μα σαν αρματολοί. Ο Λεπενιώτης δεν δέχτηκε να εμφανιστεί μπροστά στον Αλή πασά και παρέμεινε απροσκύνητος, ωστόσο αποφάσισε να αναλάβει το αρματολίκι των Αγράφων από το φθινόπωρο του 1811. Ο Καραϊσκάκης, ο Τσόγκας, ο Μπακογιάννης και οι υπόλοιποι έκαναν σύναξη και μετά από πολλές σκέψεις, πήραν τον δρόμο για το Παλάτι του Βεζίρη. Σαν έφτασαν, τους τραπέζωσαν και μετά παρουσιάστηκαν στον οντά του Αλή. Όταν αντίκρυσε τον Καραϊσκάκη ο Βεζίρης, τον ρώτησε:

–     «Τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη;»

Και ο Καραϊσκάκης, ψύχραιμος καθώς ήταν, του απαντάει:

–     «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη· αν με γνωρίζεις άξιο για χουσμεκιάρη, κάνε με χουσμεκιάρη· αν με γνωρίζεις άξιο για τίποτα, ρίξε με στης λίμνης των Ιωαννίνων τον γιαλό».

Τον κράτησε κοντά του ο Βεζίρης, αφού γνώριζε καλά πόσο άξιος ήταν, τον έκανε Μπουλούκμπαση και τον πάντρεψε με τη γοητευτική Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, η οποία καταγόταν από το Πατιόπουλο του Βάλτου. Από τον γάμο του απόχτησε τον Σπύρο, που έγινε αξιωματικός τού ελληνικού στρατού και βουλευτής, την Πηνελόπη, που παντρεύτηκε τον Ανδρέα Νοταρά και την Ελένη, που παντρεύτηκε τον Ι. Δεληγιάννη.

Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αντιπροσώπευσε τα Άγραφα σε σύσκεψη του απελευθερωτικού αγώνα, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα τον Γενάρη του 1821. Το διάστημα που ο Αλή βρισκόταν σε πόλεμο με τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης στάθηκε στο πλευρό του και σε συνεννόηση με τους άλλους οπλαρχηγούς, αυλικούς του Βεζίρη, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις συγκυρίες για τον γενικό ξεσηκωμό. Από τον Αλή πήρε εντολή να στρατολογήσει στα Άγραφα, στον Βάλτο και στα Τζουμέρκα, για να χτυπήσει τους Τούρκους από τα νώτα. Με τον Οδυσσέα Αντρούτσο και τον Γώγο Μπακόλα κατευθύνθηκαν στα Τζουμέρκα, όπου εξολόθρευσαν μια φάλαγγα Τούρκων. Τον Μάιο του 1821 επιτέθηκαν έξω από το Κομπότι σε ενέδρα Τούρκων και τον Ιούνιο κατέστρεψαν το στρατόπεδο των Τούρκων στην ίδια θέση, δύναμης 3.000 περίπου ανδρών. Με τον Γιάννη Μακρυγιάννη και 300 παλικάρια χτύπησαν την τουρκική φρουρά του Νεοχωρίου και τη διέλυσαν. Στο πλευρό τους ήταν και Αρβανίτες, που ορκίστηκαν μαζί τους να αφανίσουν την Τουρκιά. Συγκέντρωσαν πολεμοφόδια και τρόφιμα, και ξεσήκωσαν τον κόσμο, ώστε να στρατολογηθεί γι’ αυτή τη «μεγάλη ώρα».

Τον Φεβρουάριο του 1822 ο ήρωάς μας με τον Γώγο Μπακόλα επιτέθηκαν στον Πύργο της Σουμερού και εξουδετέρωσαν τη φρουρά των Τούρκων […]. Εκείνη τη χρονιά ο Καραϊσκάκης φαίνεται να διορίστηκε από τον Χουρσίτ πασά στο αρματολίκι των Αγράφων, ερχόμενος σε προστριβή με τη Διοίκηση του Μαυροκορδάτου, η οποία είχε αναγνωρίσει τον Γιαννάκη Ράγκο στη θέση αυτή. Ο Καραϊσκάκης ήρθε σε συμφωνία -καπάκια»- με τους Τούρκους προκειμένου να αποτρέψει τη διέλευση των εχθρικών στρατευμάτων από τα Άγραφα, κάτι που αποτελούσε και τη βάση της συμφωνίας τους.

Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, τον Δεκέμβριο του 1822, οι Τούρκοι, μη μπορώντας να περάσουν τα αφρισμένα νερά του Αχελώου στην περιοχή του Αγρινίου, ώστε να κατευθυνθούν μέσω Βάλτου στην Ήπειρο, απέστειλαν δύναμη 3.000 μαχητών υπό την αρχηγία των Χατζή Μπέντο και Άγο Βασιάρη να διαβούν το ποτάμι από τα ορεινά, όπου υπήρχαν πετρογέφυρα. Μαθαίνοντας ο Καραϊσκάκης ότι θα περνούσαν από τα Άγραφα, συγκέντρωσε δίπλα του 800 αρματωμένους, για να ανακόψει την πορεία τους, και έπιασε τη θέση Κορομηλιά, στον Άγιο Βλάσιο, από όπου θα περνούσε το εχθρικό στράτευμα [στις 15 Ιανουαρίου 1823]. Όταν έφτασαν εκεί οι Τούρκοι και διαπίστωσαν την κατάληψη του περάσματος από τον Καραϊσκάκη, άρχισαν τις διαπραγματεύσεις, προσφέροντάς του ακόμη και χρήματα, αλλά απέτυχαν. Ακολούθησε σκληρή μάχη [η λεγόμενη μάχη στο Σοβολάκου], όπου σκοτώθηκαν διακόσιοι Τούρκοι, μεταξύ αυτών και ο Χατζη Μπέντος από βόλι του Καραϊσκάκη, μετά από την μονομαχία μαζί του κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι Έλληνες έχασαν 20 μαχητές, ανάμεσά τους και τον επιστήθιο φίλο του Καραϊσκάκη, τον Μπακογιάννη. Κυνηγημένοι λυσσαλέα οι Τούρκοι από τα αρματολικά σώματα, κινήθηκαν πανικόβλητοι προς τον Αχελώο, όπου στη Λεπενού, στις 28 του Γενάρη, είχαν άσχημο τέλος, καθώς πνίγηκαν 500 περίπου στρατιώτες.

 

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΑΗ ΠΑΣΑ ΤΗΣ ΣΚΟΝΔΡΑΣ

Τον Ιούνιο του 1823 ο Μουσταή πασάς της Σκόνδρας με 20.000 αρματωμένους ετοίμασε εκστρατεία για να υποτάξει τα Άγραφα και τον Ασπροπόταμο και να συνεχίσει τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις προς τη Δυτική Ελλάδα και το Μεσολόγγι. Αφού διάβηκε τον Πηνειό, μετά από πορεία δυο ωρών, στρατοπέδευσε και έστειλε μαντάτο στους αρματολάρχες Στουρνάρη και Γεώργιο Καραϊσκάκη:

«Με λέγουν Μαχμούτ πασιᾶ Σκόδρα. Εἶμαι πιστός, εἶμαι τίμιος. Τό στράτευμά μου τό περισσότερον σύγκειται ἀπό χριστιανούς. Ἐδιορίσθην ἀπό τόν Σουλτᾶνον νά ἡσυχάσω τούς λαούς‧ δέν θέλω νά χύσω αἷμα‧ μή γένοιτο. ψευτιαίς δέν ἠξεύρω. Ὅποιος θέλει νά εἶναι μέ μένα, πρέπει νά εἶναι πλησίον μου. Ὅποιος δέν θέλει, ἄς καρτερῇ τόν πόλεμόν μου. Δέκα πέντε ἡμέραις σᾷς δίδω καιρόν νά σκεφθῆτε».

Σαν έλαβε το μπουγιουρντί ο Καραϊσκάκης, για να προστατεύσει τον άμαχο πληθυσμό, έδωσε εντολή να τραβηχτούν τα χωριά σε ασφαλή μέρη και αφού του απάντησε καταλλήλως, μετά έστειλε γράμμα στον Στουρνάρη:

«Σε περικλείω τό γράμμα τοῦ Μαχμούτ πασιᾶ. Ἰδές τί γράφει ὁ σαλεπτζής ὁ κερατάς. Ἐγώ διώρισα ὅλον τόν λαόν νά τραβηχθῇ εἰς ταῖς δυναταῖς θέσεις, καί μόνος μου, ἐπειδή εἶμαι ἀσθενής, θέλει τραβηχθῶ εἰς τά Παλούκια, ἐκεῖ νά τούς καρτερέσω, καί ἀκοῦς εἰδήσεις <μου> ἔπειτα. Κάμε τό χρέος σου λοιπόν, ἀδελφέ, καί εμένα ἐκεῖ νά μέ ἠξεύρης.

Οι δυο αρματολοί δεν προσκύνησαν και με την καθοδήγησή τους αποχώρησαν οι πληθυσμοί σε ασφαλή μέρη. Ο Μουσταή πασάς της Σκόνδρας μοίρασε το στράτευμά του σε 3 τμήματα. Το πρώτο, αποτελούμενο από 5.000 στρατιώτες με αρχηγό τον Σούλτζια Κόρτζα, κινήθηκε προς τα χωριά του Ασπροποτάμου, το δεύτερο, δύναμης 6.000 αντρών, με αρχηγό τον Τζελαντίν Μπέη, στράφηκε προς τα Άγραφα, και το τρίτο, με αρχηγό τον ίδιο, κατευθύνθηκε από τη Ρεντίνα προς τα χωριά του Καρπενησίου.

Τα χωριά λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες. Στην πύρινη λαίλαπα παραδόθηκαν και αρκετές εκκλησιές των Αγράφων, παρόλο που στο στράτευμα του Μουσταή υπηρετούσαν χιλιάδες καθολικοί Μιρδίτες [Αρβανίτες]. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αργιθέας μετανάστευσαν, αφού για μια ακόμη φορά οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν ολοσχερώς.

Ο Καραϊσκάκης, σύμφωνα με ανέκδοτη επιστολή προς τον Ανδρέα Ζαΐμη, με ημερομηνία 26 Ιουλίου 1823, προέβαλε αντίσταση στο Λεοντίτο με 500 οπλοφόρους και κράτησε τρεις ημέρες το ασκέρι του Σκόνδρα, προτού διαφύγει ο ίδιος μέσω Τσουρνάτου προς τα Παλούκια:

«[…] ἀμέσως κινῶ κατ’ εὐθεῖαν διά Ἄγραφα, μέ 200 στρατ. ὁποῦ ἔχω, πρός βοήθειαν τοῦ Καραϊσκάκη, ὁ ὁποῖος φωνάζει ὁ δυστυχής… ὁ Σκόντρας ὁ ἴδιος ἐπῆγε εἰς Ἄγραφα, με ὅλην τήν δύναμίν του, καί ἐπιάσθη τό ντουφέκι εἰς τάς 23 τοῦ τρέχοντος, καί σήμερον εἶναι τρεῖς ημέρες ὁποῦ πολεμᾶ, ὅμως εἶναι ἀδύνατον νά τούς ἐμποδίσῃ ἐπειδή ἦτον ὑστερημένος καί ἀπό ἐφόδια καί ἀπό ἀσκέρι‧ μόνον 500 καλούς στρατιώτας ἔχει, καί τούς Ἀγραφιώτας τούς απόλυκεν διά νά κυβερνήσουν τάς φαμελλίας των […]».

Ο αγώνας ήταν άνισος, γι’ αυτό ο καπετάνιος ζήτησε τη βοήθεια άλλων αρματολών, ώστε να μπορεί να αντισταθεί στη μεγάλη εκστρατεία των τυράννων, αλλά αυτή δεν έφτασε ποτέ. Αυτό βεβαιώνεται από δύο ανέκδοτα γράμματα:

α)   γράμμα του ίδιου του Καραϊσκάκη προς τον Σαφάκα, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1823, ὅπου αναφέρει: «[…] Τώρα εἰς τήν ἀνάγκην μου νά μέ καταφθάσης… ἔμαθες ὅτι ὁ Σκόντρας μέ ἐπλάκωσε… ὅτι σήμερον ἤ αὔριον πολεμοῦμε μέ αὐτόν […]».

β)       με γράμμα ανυπόγραφο προς Σαφάκα, με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1823, που γράφει τα εξής: «[…] σήμερον ἔλαβα γράμμα ἀπό τόν Καπιτάνον, καί μᾷς γράφει ὅτι χθές Τρίτην ἐπίασε τόν πόλεμον ὁ Καπιτάνος εἰς Λεοντίτου, καί μᾷς παραγγέλλει νά δώσωμεν εἴδησιν …εἰς ὅλους τούς καπιταναίους… ὁποῦ ὅσοι πιστεύουν Χριστόν νά τρέξουν εἰς βοήθειάν των».

Τη μάχη στο Λεοντίτο βεβαιώνει και ο Πετριλιώτης Δημήτριος Χ. Αγραφιώτης, ο οποίος στα δικαιολογητικά τής συνταξιοδότησής του αναφέρει μεταξύ των μαχών που έλαβε μέρος υπό τον Καραϊσκάκη και τη μάχη του Λεοντίτου.

«Πιστοποιητικόν ἐκδουλεύσεων

Πιστοποιοῦμεν οἱ ὑποφαινόμενοι ἐπί τῇ ἐπιβαλλόμενη παρά τοῦ Νόμου ποινή, ὅτι ὁ ἐκ τοῦ χωρίου ΙΙετρίλον τῆς Θεσσαλίας Δημήτριος Ἀγραφιώτης, κάτοικος ἤδη καί δημότης Χαλκίδος, ὑπηρέτησεν ἀπό τό 1821 εἰς τόν ὑπέρ ἀνεξαρτησίας τῆς πατρίδος ἱερόν ἀγώνα, ὡς μπουλουκξής ὑπό τάς διαταγᾶς τῶν ὁπλαρχηγῶν Καρατάσου, Καραϊσκάκη, Γριζιώτου, Μακρυγιάννη, Στάθην Κατζικογιάννην καί λοιπούς, ὅτι ἀείποτε ἐφ’ ὅλου τοῦ διαστήματος τῆς ἐπαναστάσεως παρευρέθη ἔχων ὑπ’ αὐτόν καθ’ ὁ μπουλουκξής ἄνδρας μετά τῶν ἀνωτέρω ὁπλαρχηγῶν, εἰς πολλᾶς κατά τῶν βαρβάρων μάχας, ὡς εἰς τήν μάχην ΙΙαλαιομούχας, Βουνέση, Λεωντήτου, καί Ἀκροπόλεως, Σουβουλάκου, Χαϊδαρίου, Πειραιῶς, Ἀραχώβης, Βονίτσης καί πολλᾶς ἄλλας. Ὅτι καθ’ ὅλας τάς μάχας καί περιστάσεις ὧν ὑπ’ ἐμοῦ // ἔδειξεν ἀπαραδειγμάτιστον ἀνδρείαν, ὑποταγήν καί ὑπακουήν εἰς τούς ἀνωτέρους του. Καί ὡς τοιοῦτος ὑπηρετεῖ ἀπό τό 1821 μέχρι τοῦ 1848. Ὅτι ἐξῆλθεν τῆς ἐφεδρείας του, ὡς καί διά τῆς ἀφέσεώς του δηλοῦται, καθ’ ὁ ὁπλίτης εἰς τήν ὀροφυλακήν, ὥστε ἀπό τό 1821 μέχρι τοῦ 1848 δέν ἔλλειψεν ὑπηρετῶν τήν πατρίδα στρατιωτικῶς καί δυνάμει τῶν πολυχρονίων του πιστῶν ἐκδουλεύσεών του, περιποιεῖται εἰς αὐτόν τό δικαίωμα ἀποστρατείας. Διό κατ’ αἴτησίν του τῷ χορηγεῖται τό παρόν, ἵνα τῷ χρησιμεύση ὅπου δεῖ.

Ἐν Ἀθήναις τήν 20 Αὐγούστου 1855
Δημήτριος Τζάμης Καρατάσος
Γιάννη Κώστας
Ἀποστόλη Ρόκας
Ἐπικυροῦται τό γνήσιόν των τριῶν // ὑπογραφῶν

Ἐν Ἀθήναις τήν 22 Αὐγούστου 1855
Ὁ Δήμαρχος Ἀθηναίων
(Τ.Σ.) Α.Ν. Γαλάτης
Διά τήν ἀντιγραφήν
Ἀθήναις 22 Ἀπριλίου 1865
Ο Δήμαρχος Ἀθηναίων
Ε. Κουτζικάρης»

Η αντίσταση που προέβαλαν οι δυνάμεις του Καραϊσκάκη στάθηκε η αιτία που ξέσπασε η οργή των Αλβανών, οι οποίοι λεηλάτησαν ακόμη και τις εκκλησιές και τη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους στο Λεοντίτο.

Μάχη έδωσαν οι σύντροφοι του Καραϊσκάκη, υπό τις διαταγές του γερο -Τσιάκα, πιθανόν στη Μονή Σπηλιάς [Θέση «Σπηλιά» αναφέρεται στην περιγραφή. Τέτοια θέση υπάρχει όμως και στο Σοβολάκου], την οποία περιγράφει ο ίδιος ο Τσιάκας:

«Ἐγώ κατείχα τήν Σπηλιάν‧ διαβαίνοντες <πλησίον οἱ τοῦρκοι> ἔπεμψα καί τούς ἔκανα μίαν χωσιάν, καί τούς ἐσκότωσα <ἀνθρώπους>‧ ἐθύμωσαν ἔπειτα, καί ἦλθαν ὅλοι απάνω μου. Εὑρισκόμην μέ ἕως 150 φαμελλιαίς. Ὁ διάβολος δέν ἀνέβαινε ἀπό τήν σκάλαν. Αὐτοί ἐπήγαν ἀπό ὄπισθεν καί πατῶν ἕνας <ἐπάνω εἰς> τόν ἄλλον, ἀπό σπηλιά εἰς σπηλιά-πῶς διάβολον ἔκαμαν; -ἀνέβηκαν. Ἐγώ, ποτέ ὁ νοῦς μου δέν τό ἔβανεν νά ἀνεβοῦν ἀπό ἐκεῖ, καί προσεῖχα ἔμπροσθέν μου. Ἔξαφνα ἀκούγω ντουφέκια καί φωναῖς ἀπό ταῖς πλάταις, καί τήν ἀδυναμιά φεύγοντας. Μή ἠμπορώντας νά βαστάξω, ἐπήδησα κάτω ἀπό τόν βράχον κ’ ἐγώ καί ἄλλοι 13 ὀποῦ εἴμασθαν, καί ἐγλυτώσαμεν. Τί ἔγινεν ὅμως εἰς ταῖς φαμελλιαίς δέν ἠξεύρω».

Για τον Καραϊσκάκη, σύμφωνα πάντα με τον Κασομούλη -ο οποίος δεν συμπαθεί τον Καραϊσκάκη, ο Τσιάκας λέει ότι δεν προέβαλε καμιά αντίσταση στο Λεοντίτο, αλλά οδήγησε τον άμαχο πληθυσμό από Λεοντίτο στα Παλούκια και στο Σοβολάκου:

«Ὁ Καραϊσκάκης, ἀσθενής ὤν, δέν ἐδύνατο νά τρέχῃ  μοναχός. Τόν λαόν ὅλον καί τά ζώα ἕως ἕνα καιρόν τά διεύθυνεν εἰς Λεοντίτου καί εἰς τά Παλούκια‧ ἀπ’ ἐκεῖ πάλιν τούς παράγγειλεν νά ἀναχωρήσουν καί νά τραβηχθοῦν εἰς Σουβουλάκου. Ὁ λαός <λοιπόν> ἐμπροστά, οἱ Τοῦρκοι κατόπι, ἐσκλάβωσαν ὅσους ἔφτασαν. Οἱ Λατῖνοι, ὅμως τούς ἔπαιρναν ὅ,τι είχαν, καί τούς ἔδιωχναν <λέγοντας> νά φύγουν κρυφά».

Εδώ αναφέρεται στους καθολικούς Αρβανίτες, τους Μιρδίτες, οι οποίοι δεν σκότωναν χριστιανούς αιχμαλώτους. Αρκετοί ερευνητές τονίζουν ότι οι Μιρδίτες δεν κατέστρεψαν καμιά εκκλησιά. Όμως μαρτυρίες, όπως η ενθύμηση στη Μονή Τατάρνας, η οποία μας πληροφορεί για το πέρασμα του Μουσταή πασά από τα Άγραφα, μας δίνει μια τελείως διαφορετική εικόνα: «Θύμηση ὄντας ἦρθε ὁ Σκόντρα πασάς ἀπό τόν τόπο του μέ δώδεκα χιλιάδες. Καί ἦρθε στά Τρίκκαλα καί ἔμασε καί ἄλλους ντόπιους Τούρκους καί ἔγινε μέ χιλιάδες 15. Καί ἔστειλε νά προσκυνήσουνε οἱ Καπεταναραῖοι ὅλοι. Καί οἱ Καπεταναραῖοι δέν τό ἐδεχτήκανε κανένας νά πᾶνε νά προσκυνήση. Καί ἐπῆγαν καί ἐχάλασαν τό Στουρνάρα. Καί ἔπειτα ἔστειλε νά πάγη ὁ Καπετάν Καραϊσκάκης νά τόν προσκυνήση πού ἤτανε καπετάνος στά Ἄγραφα· οὔτε καί αὐτός ἐπῆγε. Καί ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι καί ἐπῆραν τ’ Ἄγραφα σβάρνα καίγοντας καί ἤλθανε εἰς τά Ἀπινιανά. Καί ὅθεν ἀπερνοῦσαν δέν ἄφησαν τίποτα, οὔτε καλύβια, καί μοναστήρια καί ἐκκλησίες ὅλα τα ἔβαλαν εἰς τήν φωτιάν καί ἔπειτα ἐπῆγαν μέσα εἰς τό Καρπενήσι καί ἐστάθηκαν ἕνα μήνα· καί ἐμαζώχτηκαν οἱ Καπεταναραῖοι καί ἦλθεν ὁ Μάρκος ἀπό τό Μεσολόγγι μέ χίλιους Σουλιῶτες. Μαξώχτηκαν στή ράχη στή Χελιδόνα καί ἔγιναν οἱ Ρωμαῖοι χιλιάδες 4, τέσσερες. Καί ἐσηκώθη ὁ Καπετάν Μάρκος μέ τ’ ἀσκέρι του καί ἐπήγανε στήν φωτιάν, καί οἱ ἄλλοι ἦταν ἀπόξω ὅπου φύλαγαν τίς στράτες καί ὁ Μάρκος ἐρρίχτηκε μέσα μέ τό σπαθί καί ἐκόπηκαν Τοῦρκοι οὐχτακόσιοι πενήντα πάνω, καί Ρωμαῖγοι οὐδέ ἕξη καί λαβωμένοι εἴκοσι πέντε. Καί ἐκεῖ Τήν ἡμέραν (πού) ἐπολέμησαν, ἐσκοτώθη καί ὁ καπετάν Μάρκος. Τό ἀσκέρι τό Ρωμέικο ἐκρύωσε πολύ ὡς τόσο ἦταν φοβερός ὁ καπετάνος». 

Η κίνηση των Οθωμανικών δυνάμεων προς τα Άγραφα και την Ευρυτανία έφερε αντιδράσεις και πολλοί ήταν εκείνοι που στρατεύτηκαν κοντά στον γενναίο στρατηγό Μάρκο Μπότσαρη, προκειμένου να ανακόψουν την καταστροφική πορεία τού Μουσταή πασά. Με δύναμη 1.250 ανδρών και μαζί με τους ντόπιους καπεταναίους, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους περί τους 2.000 πολεμιστές, αποφασίσανε να χτυπήσουν τον πολυάριθμο στρατό τους. Στις 30 Ιουλίου ο Μάρκος συναντήθηκε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στου Σοβολάκου, αλλά εκείνος δεν τον ακολούθησε, παρά μόνο του ευχήθηκε. Ταλαιπωρημένος από την αρρώστια του, τράβηξε κατά το μοναστήρι του Προυσού, όπου παρέμεινε περίπου σαράντα ημέρες.

Αφού έλαβαν πληροφορίες για το αντίπαλο στρατόπεδο, το οποίο στρατοπέδευσε στο Κεφαλόβρυσο, ετοιμάστηκαν για την επίθεση και το βράδυ της 8ης προς 9η Αυγούστου 1823 όρμησαν στην πολυάριθμη στρατιά και χτυπούσαν με μανία τους Αρβανίτες. Η σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο ήταν απερίγραπτη, αφού εκείνοι είχαν λάβει ελλιπή αμυντικά μέτρα, γεγονός που οδήγησε σε πολλές απώλειες από πλευράς τους, καθώς οι Σουλιώτες εισέβαλαν αθόρυβα στο στρατόπεδό τους.  Οι Έλληνες μαχητές πίστεψαν ότι είχαν νικήσει. Ο θάνατος όμως του Μάρκου Μπότσαρη επισκίασε τη νίκη αυτή, καθώς αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφού πήραν μαζί τους το άψυχο σώμα του αρχηγού τους. Οι Τουρκικές απώλειες υπήρξαν τεράστιες, περίπου 800-1.500 άνδρες, σε αντίθεση με τις ελληνικές, που ήταν ελάχιστες. Οι Έλληνες άρπαξαν 690 τουφέκια, 1.000 πιστόλια, δύο σημαίες, πολλά άλογα και μουλάρια και άλλα είδη.

Σύμφωνα με παράδοση της οικογένειας Μπότσαρη, το άψυχο σώμα του Μάρκου μεταφέρθηκε από τους συντρόφους του στη Μονή της Παναγίας Προυσού, όπου βρισκόταν εκείνη την εποχή ο Καραϊσκάκης νοσηλευόμενος. Όταν εκείνος ασπάστηκε τον αγαπημένο του συναγωνιστή, δάκρυσε και ευχήθηκε: «Ἄμποτε νά πάω κί ἐγώ ἀπό τέτοιο θάνατο ἀδελφέ Μάρκο!». Από εκεί μετέφεραν τη σωρό του στο Μεσολόγγι, όπου ετάφη, μέσα σε κλίμα ανείπωτης θλίψης και οδυρμού, με τιμές ήρωα, όπως ακριβώς ταίριαζε σε ένα τέτοιο γενναίο παλικάρι.

Το διάστημα που απουσίαζε από το Αρματολίκι των Αγράφων ο Καραϊσκάκης, οι ληστές αυξήθηκαν και ρήμαζαν τους χωρικούς. Όταν καλυτέρεψε λίγο η υγεία τού καπετάνιου, επέστρεψε στον τόπο που αγαπούσε με τη συνοδεία 150 Αρβανιτών Γκέκηδων και βάλθηκε να τιμωρήσει όσους προέβαιναν σε ληστείες. Σύντομα συνέλαβε αρκετούς, ανάμεσά τους κάποιον Καραμπά, Σαρακατσάνο, που διέμενε στα Βραγκιανά. Για παραδειγματισμό τούς εκτέλεσε και έστειλε τα κεφάλια τους στους Τούρκους. Αφού άφησε στα Άγραφα το πρωτοπαλίκαρό του, Αντώνιο Ζαραλή, μετέβη με την οικογένειά του στην Ιθάκη, για να γιατρευτεί από τη φυματίωση που τον βασάνιζε. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Γιαννάκης Ράγκος κατέλαβε το αρματολίκι, σκοτώνοντας διαλεχτά παλικάρια του, γι’ αυτό στις 7 Δεκεμβρίου 1823 έστειλε επιστολή προς το Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, όπου του ζητούσε την τιμωρία τού Ράγκου για τις δολοφονίες που διέπραξε. Η επιθυμία του, βέβαια, δεν βρήκε δικαίωση, επειδή εκείνος ανήκε στους στενούς συνεργάτες της Διοίκησης.

Η διαμάχη ανάμεσα στους προύχοντες και στους οπλαρχηγούς οδήγησε πολλές φορές σε ακρότητες και οι αδικίες έφερναν εμφύλιες συγκρούσεις, με άσχημες συνέπειες για την ομοψυχία των Ελλήνων και την πορεία της Επανάστασης.

Το αρματολίκι των Αγράφων αποτέλεσε αιτία για εμφύλιες συγκρούσεις και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με τον Γιαννάκη Ράγκο υπήρξαν πρωταγωνιστές της σκηνής.  Αλλά και σε προηγούμενη περίοδο, όπως αναφέρεται στις ενθυμήσεις της Ιεράς Μονής Κατουσίου και του Αγίου Νικολάου Λιασκόβου, η αντιπαράθεση των Μπουκουβαλαίων με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ίσως υπήρξε η αιτία που λεηλατήθηκαν τα δυο αυτά χωριά το 1811.

Τον Δεκέμβριο του 1823 έντεκα πρόκριτοι των Αγράφων παρουσιάζουν τον αρματολό Καραϊσκάκη ως ανθρωπόμορφο λύκο και δεύτερο Ιούδα, προκειμένου να πείσουν τη Διοίκηση της Ελλάδας να τον αντικαταστήσει με τον στρατηγό Γιαννάκη Ράγκο.

«Καταγγελία αὐθαιρεσιῶν Γ. Καραϊσκάκη

Πρός τήν Ὑπερτάτην Διοίκησιν

τήν δουλικήν προσκύνησιν ἀπονέμομεν.

Ἐπειδή ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης, ἀναβαίνοντας ἀλλαχόθεν καί μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας, ἔλαβε τό καπιτανιλίκι τοῦ βιλαετίου μας μέ χέρι ὀθωμανικόν καί ὡς δεύτερος Ἰούδας ἐγένετο πρωταίτιον εἰς τήν προδοσίαν τῆς πατρίδος μας, καί ἄλλοι μέν ἐσκλαβώθηκαν εἰς χεῖρας τῶν Ὀθωμανῶν, ἄλλους δέ ἐσκλάβωσεν αὐτός ὁ ἴδιος μέ χέρι τῶν ἀνθρώπων του, ἁρπάζοντας, ξεσχίζοντας καί γυμνώνοντας καί κάμνοντας τόσα κακά ὁπού, ἐάν θελήσωμεν νά τά παραστήσωμεν ἐν μέρει, ἐπιλείψῃ ἡμᾶς ὁ χρόνος διηγούμενος.

Εἰς τοιαύτην λοιπόν τυραννίαν καταντήσαντες ἐπροσκαλέσαμεν τόν γενναιότατον στρατηγόν κύριον Γιαννάκη Ράγκου, ὡς πατριώτην μας, καί μέ τήν συνδρομήν καί βοήθειάν του μᾶς ἐλευθέρωσεν ἀπό τόν ἀνθρωπόμορφον λύκον […].»

1823,  Δεκεμβρίου 24.

Εἰς τάς προσταγάς σας προθυμότατοι δοῦλοι

Σακελλάριος ἀπό Βουνέσι Κώνστας Γιαννάκη, Σμόκοβον
Παπα-Γιάννης, Ἀπιδιά Δημήτρης Ἀβράκατου, Χρύσου
Κωνσταντῆς Λάμπογλου ἀπό Ρενδίνα Θανάσης Ταραλάρης ἀπό Πετρίλου
Γεώργιος Δεσπότου ἀπό Ρενδίνα Μῆτρος Ἀλεξανδρῆ ἀπό Λιάσκοβο
Δημήτρης Τζιάπαλου ἀπό Σμόκοβον Θεοδόσιος Γούζιου ἀπό Καστανιά
Μήτρο Κονόμου, Βραγγιανά  

 

Επί τοῦ νώτου: Πρός τήν Ὑπερτάτην Διοίκησιν τῆς Ἑλλάδος. Εἰς Πελοπόννησον».

Όταν αργότερα επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι, ζήτησε να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, παρόλο που οι Τζαβελαίοι όπως και άλλοι οπλαρχηγοί τον στήριξαν. Πικραμένος, πήρε τον δρόμο για το Αιτωλικό, όπου και εγκαταστάθηκε, για να περάσει εκεί τη χειμερινή περίοδο. Λίγες ημέρες αργότερα, έστειλε έναν ανεψιό του στο Μεσολόγγι, για να του κάνει κάποια θελήματα, όπου μπράβοι του Μαυροκορδάτου τον έπιασαν και τον κακοποίησαν. Οργισμένος ο Καραϊσκάκης, πάνω στον θυμό του έστειλε οπλοφόρους του και συνέλαβαν δυο προεστούς του Μεσολογγίου.

Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία που περίμεναν οι εχθροί του, για να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο και να τον ταπεινώσουν. Οι κατήγοροί του δεν περιορίστηκαν σε αυτά τα γεγονότα, αλλά τον κατηγόρησαν για αισχάτη προδοσία. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο ήρωας είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Η δίκη του, που πραγματοποιήθηκε στις 1-2 Απριλίου του 1824, έγινε μέσα στον Ιερό Ναό της Παναγίας του Αιτωλικού. Το κατηγορητήριο βασίστηκε στην κατάθεση του ψευδομάρτυρα Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ανθρώπου του Γιαννάκη Ράγκου και κατά συνέπεια οργάνου του Μαυροκορδάτου.

Το δικαστήριο καταδίκασε τον ήρωα, παρόλο που το κατηγορητήριο αποδείχθηκε ψευδέστατο και προετοιμασμένο. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν επί της ουσίας μια διοικητική πράξη του Μαυροκορδάτου, την οποία υπέγραψαν και οι περισσότεροι καπεταναίοι της Δυτικής Ελλάδας. Η απόφαση-Προκήρυξη κατέληγε ως εξής:

«[…] Εἰδοποιήστε ἅπαντες διά τοῦ παρόντος ὅτι ὁ Καραϊσκάκης εἶναι διωγμένος ἀπό τήν πατρίδα του καί δέν ἔχει καμίαν ἐξουσίαν παρά τῆς Διοικήσεως. Μάλιστα ἐστερήθη ὅλων τῶν βαθμῶν καί ἀξιωμάτων ὡς ἀμαρτήσας. Πάντες οἱ Ἕλληνες νά ἀπομακρυνθούν τῆς συναναστροφῆς του καί νά τόν στοχασθούν ὡς ἐχθρόν, ἐνόσω νά μετανοήσῃ καί προσπέσῃ εἰς τό ἔλεος τοῦ Ἔθνους καί ζητήσῃ συγχώρεσιν».

Η διορία που του έδωσαν για να απομακρυνθεί από το Αιτωλικό ήταν δυο ημέρες, παρόλο που εκείνος τους ζήτησε περισσότερο χρόνο, ώστε να προλάβει να ετοιμαστεί, μιας και ήταν άρρωστος. Γεμάτος οργή και θυμό για όσα συνέβησαν, πήρε μαζί του 80 πιστά του παλικάρια και ακολούθησε τον δρόμο για τα Άγραφα, αλλά εκεί κυνηγήθηκε ανελέητα.

Ενώ κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη για συνεργασία με τον εχθρό, οι ίδιοι συνεργάζονταν με αυτόν. Για να κυριαρχήσει ο Γιαννάκης Ράγκος στα Άγραφα, συνεργάστηκε με τον Σούλτζια Κόρτζα και ακόλουθος αυτών υπήρξε και ο αρματολός του Ασπροποτάμου Νικολός Στουρνάρης. Μάλιστα, πριν αποφασίσει να στηρίξει ο Στουρνάρης τον Ράγκο, έστειλε γραφή στον Κόρτζια:

«Σουλεϊμάναγα, ἰδού τέλος πάντων, ξεχειμάσαντες, ἐπιστρέψαμεν εἰς τήν πατρίδα μας καί δέν ἠθέλαμεν ἔβγει ἀκόμη, ἄν ὁ ταραχοποιός Καραϊσκάκης μέ τά κινήματά του πρός αὐτά τά μέρη δέν μᾷς ἔσερνεν τήν προσοχήν.

Ἐπιθυμῶ νά μάθω, ἄν ἔχεις σκοπόν νά δώσεις τά Ἄγραφα εἰς τήν ἐξουσίαν τοῦ Καραϊσκάκη, νά μέ γράψεις εἰλικρινῶς, νά μήν τόν πολεμήσω, καί μείνει ἔχθρα μεταξύ μας. Εἰδέ καί δέν ἔχεις σκοπόν, φανέρωσέ μου (πάλι). Ἄν ὅμως παρακινηθῇς ἀπό φόβον καί τά δώσης, ἀφοῦ τόν πολεμήσωμεν, με τήν γνῶσιν νά μᾷς βάλῃς εἰς διχόνοιαν, νά ἠξεύρης ὅτι ἑκατόν (νέοι) Καραϊσκάκηδες θέλουν φανῇ, οἱ ὁποῖοι θέλουν ταράζει πάντοτε τήν ἡσυχία τοῦ λαοῦ.

Ν.  Στουρνάρης» 

 

Και πήρε απ’ αυτόν την εξής απόκριση:

«Παιδί μου καπετάν Νικολό

Ἔλαβα τό γράμμα σου καί ἐχάρηκα τόν ἐρχομόν σου. Εἶδα ὅσα μοῦ γράφεις περί τοῦ Καραϊσκάκη. Ἐγώ αυτουνού τοῦ γύφτου καί τοῦ χαΐνῃ  δέν τοῦ δίνω οὔτε κάλυβα, ὄχι Ἄγραφα. Μόνον ἐσεῖς κοιτάξτε μή μέ γελάσετε.

Πολεμήσατέ τον ἐσεῖς (ἀπό) ἀπάνω, ρίξατέ τον εἰς τόν κάμπον, καί (τότε) ἀκούτε τήν νίλαν του. Ἄνθρωπος ὁποῦ τόν κυνηγά τό ἔθνος του, ψωμί δέν τοῦ δίνω ἐγώ.

Διά περισσοτέραν σας βεβαιότητα, διώρισα καί τούς ἐδικούς μου Σταμούλην Γάτζον καί Καραταΐρην νά ἐνωθοῦν μαζί σας, καί ὁ θεός καί ἡ εὐχή μου μαζί σας.

Τῆ  Μαΐου 1824

Σούλτζιας Κόρτζα Δερβίνας».

Τα οθωμανικά στρατεύματα, μαζί με εκείνα του Γιαννάκη Ράγκου οργανώθηκαν και κινήθηκαν εναντίον του Καραϊσκάκη. Εκείνος τότε μετακινήθηκε με το ασκέρι του από το Κούτσουρο και μέσω Καστανιάς και Κλειτσού πέρασε στο μοναστήρι της Βράχας, όπου και στρατοπέδευσε, για να αναπαυτεί, καθώς η κατάσταση της υγείας του περιόριζε τη δράση του. Σε μάχη που σημειώθηκε σύντομα μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, σκοτώθηκε ο Αντώνιος Ζαραλής, πρωτοπαλίκαρο και ο πιο πιστός μαχητής του Καραϊσκάκη. Όπως γράφει ο Κασομούλης, στο κεμέρι [= κομπόδεμα] τού Αντώνη βρέθηκαν γράμματα του Σούλτζια Κόρτζα και του Γιαννάκη Ράγκου, όπου του έγραφαν να τον επιβουλευτεί, αλλά εκείνος, περήφανος καθώς ήταν, δεν καταδέχτηκε να τα παραδώσει στον καπετάνιο του.

Ο Καραϊσκάκης δεν είχε ερείσματα στη Διοίκηση του Μαυροκορδάτου και στους πολιτικάντηδες, είχε όμως με το μέρος του την αγάπη και τη στήριξη του λαού. Αυτό φαίνεται περίτρανα σε αναφορά των προκρίτων και των πληρεξούσιων των Αγράφων προς τη Διοίκηση, όπου καταγγέλλουν τις ατιμίες του αρματολάρχη Ράγκου και των συντρόφων του Αλβανών και προτείνουν την ανάθεση του αρματολικίου των Αγράφων στον Καραϊσκάκη.

Ανάμεσα στους 52 υπογράφοντες, Προκρίτους και Πληρεξουσίους,  υπάρχουν τα ονόματα του Μπουκοβιτσάνου (Ανθηριώτη) Μπαλάνου, του Λιασκοβίτη Γεωργίου Αλεξανδρή, του Αναγνώστη Κωνσταντή, πιθ. από το Βλάσι, καθώς και αρκετά ονόματα ιερομονάχων και ιερέων, όπως του ιερομονάχου Στέφανου της Μονής Φουρνά, του ηγουμένου Ιωάσαφ της Φανερωμένης, του ιερομονάχου Ιωσήφ της Μονής Βράχας, του ηγουμένου Νεόφυτου της Μονής Αγ. Τριάδας κ.λπ.

«Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν 28-10-1824

Ἡ δυστυχεστάτη ἐπαρχία τῶν Ἀγράφων εὑρισκομένη ἐξ ἀρχῆς εἰς τόν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνα ὑπέπεσεν εἰς τά πλέον τρομερά καί ἀνήκουστα δεινά ἀπό μίαν ἄσπονδον ἔχθραν μεταξύ δύο προκρίτων της, διῃρέθη εἰς δύο καί ὁ μέν ἐνηγκαλίσθη τό μέρος τῶν ἐχθρῶν ὁ δε ἤρχετο με ἑλληνικά ὅπλα, πλήν ὀχί διά νά ἐλευθερώσει τήν Πατρίδα, ἀλλά διά νά ἐκδικηθῇ τόν ἀντίζηλόν του.

Ὅθεν ἔφερεν ὁ ἕνας τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἄρπαζαν, ἔκαιον, ἐφόνευον, ᾐχμαλώτιζον καί ὀπισθοδρομοῦσαν ἤρχοντο οἱ ἄλλοι ἀπό τό ἄλλο μέρος καί ἔκαμον τά ἴδια. (Καί ἐάν δέν τό ἐστοχαζόμεθα καταισχύνην τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματος, ᾐμπορούσαμεν νά εἴπωμεν, ὅτι ἔκαμνον καί πολύ χειρότερον τῶν Τούρκων). Ἐπειδή οἱ Τοῦρκοι οὔτε αὐτιά ἔκοπταν εἰς τούς προσκυνημένους χριστιανούς, οὔτε ἐζεμάτιζον μέ λάδι τούς ἀνθρώπους διά νά μαρτυρήσουν κρυμμένα χρήματα. Τοιαῦτα ἐδοκίμαζεν ἡ ἐπαρχία μας ἕως τήν ἐποχήν ὁποῦ ἦλθεν ὁ Καραϊσκάκης καπετάνος καί ἔκτοτε ἔπαυσε κάθε λαφυραγωγία καί εἰρήνευσεν ὁ κόσμος, […]

Ὄντες ὑποκείμενοι εἰς τούς Τούρκους χωρίς νά θέλωμεν, ηὗρον πρόφασιν οἱ κλέπται καί μᾷς ἔκαμαν τά πάνδεινα, ἀφήκωμεν τάς ἁρπαγάς καί τάς λεηλασίας. Ἀλλά ποία εὐαίσθητος ψυχή ημπορεῖ νά ἀκούσῃ χωρίς φρίκην τούς φόνους, τάς ἀτιμίας τῶν γυναικῶν καί τά ἄλλα σκληρά καί ἀπάνθρωπα κακουργήματα; Ἐάν εἶναι ἡ ἐπαρχία μας ἐλευθέρα καί στρατηγός ὁ Ράγκος, διατί νά μᾷς ἐξουσιάζῃ ὁ Καραταΐρης καί νά πληρώνομεν χαράτσια;

Ἡμεῖς ἀκούομεν ὅτι ὁ στρατηγός Ράγκος όλο τό καλοκαίρι ἐκτυπούσεν τά Τζουμέρκα, Ἄρτα, Μέτζοβον καί ἐμελέτα νά προχωρήσῃ ἕως τήν Αρβανιτιάν ἀλλ’ ἀπορῶμεν διατί ὁ γενναῖος ἠγάπησε τόσαις μακριναίς ἐκστρατείαις καί δέν ἐγύρισε τά μάτια του νά ἰδή, ὅτι ὁ Καραταΐρης ἐπερπατούσε μέ πεντήκοντα καί ἐξήκοντα στρατιώτες Τούρκους μέσα εἰς ὅλα τά Ἄγραφα, εἰς τῶν ὁποίων τά ἄρματα λέγεται Ἀρχηγός αὐτός ὁ στρατηγός Ράγκος καί ἐνῶ μάλιστα ὅλα τά στρατεύματα τῆς Τουρκίας ᾖτον συναγμένα εἰς Γραβιάν μακράν ἀπ’ εδῶ καί εὔκολα ἐκυνηγάτο ὁ εἰρημένος Καραταΐρης; Βέβαια εἶναι γνωστόν, ὅτι τόν εἶχεν ἀφημένον διά νά μαζώνη χαράτσια καί ἄλλα δοσίματα καί νά τά μοιράζουν με τούς Τούρκους.

Αὐτά πάσχοντες καθ’ ἡμέραν σχεδόν, ἀφότου ἀνεχώρησεν ὁ Καραϊσκάκης, ἀπεφασίσαμεν οἱ ἐπαρχιώτες ὅλοι καί ἐσυνάχθημεν σήμερον ἐδῶ εἰς τοῦ Μπουκουβάλα τήν βρύσιν, διά νά συσκεφθῶμεν διά τήν σωτηρίαν μας καί παντοτεινήν ἀσφάλειάν μας. […]

Σεβαστοί πατέρες τοῦ Ἔθνους, ὁρκιζόμεθα ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, αὐτή εἶναι ἡ αἰτία, ὅπου κάμνουν τά Ἄγραφα, κί ἔχουν τά λεγάμενα καπάκια, τά ὁποία γίνονται διά νά εἶναι σύντροφοι με τούς Τούρκους καί νά γυμνώνουν ἡμᾶς τούς δυστυχεῖς, οἱ ὁποῖοι κατατρεγμένοι ὄντες ἀπό τούς Τούρκους, βασανισμένοι ἀπό τούς κλέπτας καταφρονεμένοι καί ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καταφεύγομεν πρός τούς πατέρας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ζητοῦντες βοήθειαν καί ἔλεος. Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι εἷσθε καί λέγεσθε Ἕλληνες, ὅτι σᾷς κατέστησεν ὁ Θεός προστάτας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ὅτι ὡρκίσθητε νά φυλάξητε τήν κυριότητα τῶν Νόμων, οἱ ὁποῖοι ὁρίζουν νά διαφεντεύεται ἡ τιμή, ἡ ζωή καί ἡ περιουσία τῶν κατοίκων τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας, ἡμᾶς οὔτε τιμή μᾷς ἔμεινεν, οὔτε περιουσία μᾷς άφησαν, οὔτε ἡ ζωή μας εἶναι εἰς ἀσφάλειαν. […]

Ταύτᾳ καί προσκυνοῦντες μέ ὅλον τό βαθύ σέβας μένομεν. Τῆ 28η Οκτωβρίου 1824. Βρύση Μπουκουβάλα.

Οἱ πρόκριτοι καί πληρεξούσιοι Ἀγράφων.

Σακελλάριος Βουνέσι, […]

Γιάννης Χριστοδουλόπουλος Ζογλόπου, Δημήτ. Κουτής Σαμ, Δῆμος Απιδιάτης

Ἀναγνώστης Κωσταντή (πιθ. Βλάσι) Θανάσης Πολυζόπουλος,

Γιώργης Αλεξανδρής Λιάσκοβο, Μπαλάνος Μποκοβίτσα

Παπανίκος ἀπό Φραγγίστα, Ἀντώνιος Κώνστα Φραγγίστα, […].

Σε αντίθεση με αυτόν, ο Γιαννάκης Ράγκος είχε στενή συνεργασία τόσο με τις τουρκικές αρχές [όπως αναφέρω παραπάνω] όσο και με τη Διοίκηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και αυτό τεκμαίρεται από τη συχνή αλληλογραφία που έχει με αυτή.

Για να ικανοποιήσει το αίτημα των Αγραφιωτών, δίχως όμως να βλάψει τον δικό της άνθρωπο, η Διοίκηση αποφάσισε να χωρίσει το ισχυρό αρματολίκι των Αγράφων και να το μοιράσει στους δυο άντρες. Ο Καραϊσκάκης ανέλαβε  το ανατολικό τμήμα, δηλ. από το Φανάρι και Νευρόπολη έως Κούτσουρο, Ρεντίνα και Φουρνά [Από αυτή την περιοχή ήταν οι περισσότεροι που υπέγραψαν την καταγγελία]. Στο βορειοδυτικό τμήμα, από Τατάρνα και Απεραντία έως Νότια και Δυτική Αργιθέα αρχηγός ορίστηκε ο Γιαννάκης Ράγκος.

 

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, οι σπίθες του αγώνα έσβησαν και οι μεγάλοι οπλαρχηγοί προσκύνησαν. Κανένας δεν ενέπνεε το αγωνιστικό πνεύμα και εκεί που όλα πήγαιναν να χαθούν, υποχώρησαν από τις θέσεις τους οι αντίπαλοι του Καραϊσκάκη και του πρότειναν να αναλάβει τη θέση του αρχιστράτηγου της Στερεάς Ελλάδας με πλήρη δικαιοδοσία. Ήταν Ιούλιος του 1826. Ο Καραϊσκάκης, πιο μετρημένος από κάθε άλλη φορά, παραμέρισε τις έχθρες και τους εγωισμούς και ανέλαβε μια δύσκολη αποστολή, η οποία βέβαια τον δικαίωσε, αφού όλοι αναγνώρισαν τις ικανότητές του και τη φιλοπατρία του.

Οι νίκες του στρατεύματος που ηγήθηκε διαδέχονταν η μία την άλλη.

Η πρώτη του δράση ήταν η ανακούφιση των πολιορκημένων της Ακρόπολης στην Αθήνα, όπου στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και το ίδιο θα συμβεί δύο ημέρες αργότερα. Τον Οκτώβριο, παρότι σοβαρά άρρωστος, κινήθηκε με το στράτευμά του προς τη Δομβραίνα, όπου αντιμετώπισε τις δυνάμεις που επιχειρούσαν ανεφοδιασμό του Κιουταχή στην Ακρόπολη. Αφού έκανε εκκαθαρίσεις μέχρι το Δίστομο, στις 24 Νοεμβρίου του 1826 σημείωσε σπουδαία νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, ανάλογη της καταστροφής του Δράμαλη στα Δερβενάκια, μάχη που ανέδειξε τις στρατηγικές του ικανότητες.

Κατόπιν στράφηκε στην Αττική, όπου κέρδισε δυο ακόμη νίκες, τη μια στο Κερατσίνι στις 4 Μαρτίου και την άλλη στη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα στις 13 του Απρίλη.

Από εκεί οι ελληνικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν στο Φάληρο, όπου και στρατοπέδευσαν στις 21 Απριλίου 1827, ώστε να αναμετρηθούν για μια ακόμη φορά με το στράτευμα του Κιουταχή.

Και ενώ ο Καραϊσκάκης σημείωνε διαδοχικά σπουδαίες νίκες, η ανάμειξη των πολιτικών και η ανάθεση των κινήσεων, με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, στους Άγγλους φιλέλληνες Ρίτσαρντ Τσάρλς και Τόμα Κόχραν, έβλαψαν τα σχέδιά του και οδήγησαν στην καταστροφή την ελληνική επιχείρηση.

Στις 22 Απριλίου 1827 έγινε μια συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου. Ο Καραϊσκάκης, που η αρρώστια του είχε προχωρήσει, βρισκόταν εκείνη την ώρα στη σκηνή του. Ακούγοντας τις μπαταριές, σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, για να τη σταματήσει. Μια σφαίρα τον χτύπησε θανάσιμα (από ποιανού όπλο;) και πέθανε την επομένη, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής.

Τον έκλαψε όλη η Ρωμιοσύνη. Το όνομά του στόλισε τις λαμπρές σελίδες του Ελληνικού Έθνους και αντήχησε σε στεριές και πελάγη.

Ο γιος της καλογριάς, ο ανυπόταχτος, ο κατατρεγμένος από τα γεννοφάσκια του άνθρωπος, ό,τι κέρδισε, το κέρδισε με τους αγώνες του και το σπαθί του, με τη λεβεντιά και την αποφασιστικότητά του. Κυνηγήθηκε ανελέητα, συκοφαντήθηκε, καταδικάστηκε, αλλά, όταν χρειάστηκε, παραμέρισε τα πάντα και αφοσιώθηκε στον αγώνα της Λευτεριάς. Άφησε παρακαταθήκη την ομόνοια και την αδελφοσύνη, που τόσο είχε ανάγκη ο τόπος μας:

«Παιδιά μ’ νά νταγιαντίσετε, νά γίνετ’ ἕνα σῶμα,

     νά μή χαθεί ἡ πατρίδα μας, τήν πάρτε στο λαιμό σας.

      Μένα με πάν στην Κούλουρη, πέρα στόν Αη-Δημήτρη,

      που εἶναι παντοτινός γιατρός, αὐτός θα με γιατρέψει».

Η επόμενη μέρα υπήρξε τραγική για το ελληνικό στρατόπεδο. Ο κακός σχεδιασμός και το πεσμένο ηθικό των μαχητών, οδήγησαν τον Κιουταχή σε μια σπουδαία νίκη στο Ανάλατο, η οποία σήμανε και την καταστολή της επαναστάσεως στη Στερεά Ελλάδα.

Ἡ διαθήκη τού Καραϊσκάκη, την οποία υπαγόρευσε τραυματισμένος:

«Σαράντα τέσσερες χιλιάδες γρόσια εἰς τό κεμέρι [= πορτοφόλι] τοῦ Μήτρου Ἀγραφιώτη (από το Πετρίλο). Ἀπό αὐτά αἱ τριάντα χιλιάδες νά δοθοῦν εἰς ταίς τσούπαις μου [Πηνελόπη και Ελένη]· νά τάς περιλάβουν οἱ δύο Μήτρηδες, τοῦ Σκυλοδήμου καί Ἀγραφιώτη. Δύο χιλιάδες νά πάρη ὁ ἕνας Μήτρος καί δύο ὁ ἄλλος, ὅπου με ἐδούλευαν. Χίλια νά πάρουν ἐκεῖνοι ὅπου θά μέ θάψουν. Δύο χιλιάδες ἔχει ὁ γραμματικός, τέσσαρες χιλιάδες γρόσια τῆς Μαργιῷς. Τά ἄλλα νά μοιρασθοῦν διά τήν ψυχήν μου. Αὐτά ὅπου ἔχω εἰς τήν σακκούλαν μου νά τά λάβουν οἱ γραμματικοί καί τζαουσάδες μου.

22 Ἀπριλίου καραησκάκης».

Ο Σπυρίδων Παγανέλης γράφει κατά το έτος 1882 στο έργο του «Οδοιπορικαί Σημειώσεις -Η στρατιωτική κατάληψις Άρτης και Θεσσαλίας», τα εξής ενδιαφέροντα για την είσοδο του Συνταγματάρχη Σπυρίδωνα Γ. Καραϊσκάκη στο Φανάρι:

«Ἡ εἴσοδος τοῦ Καραϊσκάκη παρήγαγε συγκίνησιν τινά εἰς τό διαμέρισμα, διότι οὐ μακράν τοῦ Φαναρίου, εἷς ὥρας σχεδόν ἀπόστασιν ἀπό τῶν Ἀγράφων, κεῖται τό χωρίον Μαυρομάτι, ὅπερ εἶναι ἡ πατρίς τοῦ ἀθανάτου στρατηλάτου τῆς ἐθνεγερσίας. Τοῦρκοι καί Χριστιανοί ἔσπευσαν νά ἴδωσι τόν υἱόν τοῦ μεγάλου στρατηγοῦ, συγκινιτώτατα δέ ἐπεισόδια διεδραματίσθησαν ἐν Φαναρίω, ἰδίως  ὄτε ὑπέργηρως ὀθωμανός Χατζή Χουσεΐν Ἀλής καλούμενος,  παλαιός δερβέναγας τῶν Ἀγράφων καί φίλος του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ἔσπευσε κλαίων ν’ ἀσπασθῆ τόν υἱόν τοῦ φίλου του, ἀποκαλῶν αὐτόν ‘παιδί του’. Ἕτεροι γνώριμοί τοῦ στρατηγοῦ ἔτρεξαν ἀθρόοι, ἐλαυνόμενοι καί ὑπό τῆς δικαίας φήμης τοῦ ὀνόματος, νά προσαγορεύσωσι τόν προϊστάμενον τῆς ἑλληνικῆς φάλαγγος, καί ὀλίγιστοι γέροντες πολεμισταί τῆς Ἀράχωβας ἀναμνησθέντες τοῦ περιφανοῦς ἀρχηγούς των, ἐκινήθησαν νά ἴδωσι τόν υἱόν, οὗτινος βαρεία βεβαίως εἶναι τοιαύτη ἐπίζηλος κληρονομία. Ὁ κ. συνταγματάρχης προσηνέχθη ἑξαιρέτως πρός πάντας, ὑποχρεώσας διά τοῦ τρόπου του Τούρκους καί Χριστιανούς, οἵτινες ὑπηγόρευσαν τόν ἐπιτυχῆ αὐτοῦ διορισμόν εἰς τήν θέσιν τοῦ φαλαγγάρχου τῶν Ἀγράφων».

Τα κείμενα προέρχονται από το έργο του Ξενοφώντα Σ. Κουτή «Από την Αθαμανία στ’ Άγραφα – Η ιστορία της Αργιθέας».