Αφιέρωμα στον συγγραφέα και ποιητή Πάνο Τσίνα (1925 – 2019)

Γεννήθηκε «πάνω στου Πίνδου της κορφές» στα 1925, όπως λέει κι ο ίδιος σε κάποιο στίχο του και όπου εκεί κοντά σε μια βουνοκορφή στο Μάραθο Καρδίτσας. Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του με φτώχεια, στερήσεις, πολέμους, πείνα, κατοχή.

“… μον τη θρησκεία των παιδιών έχω εγώ όταν παίζουν,
όταν πηγαίνουν στο σχολειό στα πρώτα τους τα χρόνια
…”

Με τα λίγα γράμματα που μαθαίνει, πότε στο συνοικισμό του, το Μάραθο, όπου γεννήθηκε, και πότε πεζοπορώντας μια ώρα δρόμο για να φτάσει ξυπόλυτος και νηστικός στο σχολείο των Βραγκιανών, έρχονται οι «καταστάσεις» και τον αναγκάζουν πριν ακόμα «ξεσκολίσει», να φύγει για τον κάμπο της Άρτας, όπου φυλάει πρόβατα, οργώνει χωράφια, κάνει θελήματα για ένα κομμάτι ψωμί, όχι μόνο δικό του αλλά και για την οικογένεια που μένει πίσω. Εκεί γράφει τους πρώτους του στίχους, που τους κουβαλάει συνεχώς στον κόρφο του σαν φυλαχτό. Ανήσυχος όπως είναι αναζητεί καλύτερη τύχη στη Θεσσαλία, στον κάμπο. Κι εκεί τα ίδια.
Στην Εθνική αντίσταση παίρνει μέρος στις ομάδες του ΕΔΕΣ. Όταν τα πράγματα «ισιάζουν» κάπως, αναζητεί την τύχη του στην Αθήνα. Η σπίθα που έχει μέσα του γίνεται φλόγα και τον καίει. Θέλει να μάθει γράμματα. Με χίλιες δυο στερήσεις τα καταφέρνει και γράφεται στο νυχτερινό σχολείο του Παρνασσού, όπου το τελειώνει με άριστα και παίρνει και χρηματικό βραβείο 25.000 δρχ.
Συνεχίζει στο γυμνάσιο, εργαζόμενος την ημέρα πότε εδώ και πότε εκεί. Κάποιος τον πηγαίνει στον τότε βουλευτή Θεμιστοκλή Τσάτσο, κι εκείνος τον στέλνει στον αδερφό του Κώστα- μετέπειτα πρόεδρο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας-, ο οποίος διαβλέπει το ταλέντο του και τον δανείζει συνεχώς βιβλία του για να διαβάζει. Τον βοηθά επίσης να προσληφθεί υπάλληλος στο τότε Υπουργείο της Αεροπορίας. Ο Τσίνας τελειώνει το γυμνάσιο και γράφεται στην Πάντειο. Με το πτυχίο αυτό γίνεται υπάλληλος στη Νομαρχία αλλά σύντομα παίρνει μετάθεση για τη Φλώρινα, όπου παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Θεσαλονίκης. Πρέβεζα, ο επόμενος σταθμός του. Από εκεί με εφόδιο τα δυο του πτυχία ξαναγυρίζει στην Αθήνα και εργάζεται ως υπάλληλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη απ’ όπου και συνταξιοδοτείται. Επίτιμος Διευθυντής της αργότερα. Μιλάει Αγγλικά και Ρώσικα.

Ο Πάνος Τσίνας γράφει εκείνο που πιστεύει και όπως το πιστεύει. Λογοτεχνία, λαογραφία, θέατρο, φιλοσοφία, ιστορία και ποίηση είναι το έργο του.

Σε πολλές περιπτώσεις οι ιδέες του, που ξεπηδούν απ’ τα έργα του, σε αποστασιοποιούν αυτόματα και σε αναγκάζουν να πάρεις θέση κριτική απέναντί του. Και τότε μπαίνει μπροστά σου το πρόβλημα: Με ποια κριτήρια θα τον κρίνεις κι αν εσύ μπορείς να τον κρίνεις! Μια καθαρή ελληνολατρεία ξεπηδάει σ’ ολόκληρο το έργο του, που αποκορυφώνεται στην παράφορη αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αργιθέα. Λάτρης του κόσμου με την έννοια που έδωσαν σ’ αυτόν οι αρχαίοι Έλληνες. Τον απασχολεί πολύ το θέμα της ψυχής, όχι στην παρούσα ζωή αλλά πέρα απ’ αυτήν. Η Ιθάκη του Ομήρου. Η ψυχή του παντός, η αεί υπάρχουσα αιτία που δίνει στο σύμπαν πνοή.
Σαν ποιητής ο Π. Τσίνας ακολουθεί την «κλασική» οδό παρά τους έντονους επηρεασμούς της «νεοτερικότητας» του καιρού του. Τα ποιήματά του έλκουν και εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη γιατί ο ποιητής είναι γνήσια εξομολογητικός και αυθεντικός. Κρατούν ολοζώντανη τη μνήμη της Αργιθέας- κάτι που γίνεται και στο συγγραφικό του έργο- σε παίρνουν και σε ανεβάζουν

Στο ποιητικό έργο του Π. Τσίνα με τον μεστό και περιεκτικό λόγο της ποίησης, δίνονται οι καθημερινές σκηνές και τα βιώματα της περιοχής μας τις περασμένες δεκαετίες.
Οι λέξεις του ποιητή συνταιριασμένες διηγούνται βιώματα, όχι μόνον του ποιητή, αλλά μας ολάκερης περιοχής και πολλών γενιών της.
Εκεί που θα χρειάζονταν σελίδες να περιγράφεις, ο Π. Τσίνας μας οδηγεί κατευθείαν.

Στον τόπο του και την ιστορία.,

 Σκόρπια τα σπίτια στο χωριό κι αλάργα το ένα από το άλλο   
τρεις ώρες! Άλλο στο βαθύ χωμένο το φαράγγι,
άλλο στο σύρραχο ψηλά κι άλλο στο λόγγο μέσα.
Στα ρούχα μέσα ολόσωμες χωμένες οι γυναίκες
κι οι άντρες κοκαλιάρηδες, αδροί κι ηλιοκαμένοι,
από έναν τύραννο σκληρό, το χρόνο, αποδιωγμένοι
θεοί απ’ τονΌλυμπο θαρρείς, ήρωες του Ομήρου πουρθαν
με τον καιρό και εφτώχηναν κι αγρίεψαν κι απόμειναν
τζεντζιλιαραίοι με τα χοντρά τα χιλιομπαλωμένα
ντόπια σκουτιά και τη βαριά και βροντερή κουβέντα,
μακρόσυρτη κι από καιρούς αρχαίους φερμένες λέξεις,
και φθόγγους μεγαλόπρεπους Ελληνικούς ατόφιους.
Έρμος λαός μου! Κι οι καιροί κι εχθροί σε μαστίγωσαν,
Ρωμαίοί,Τούρκοι, Χριστιανοί κι οβρεοπρεπείς δάσκαλοι
και τους θεούς σου χάλασαν και σούμειναν μονάχα
οι φθόγγοι οι μεγαλόπρεποι που τους κρατάς σα να είναι
το φυλαχτό στο στήθος σου και τρέμεις μην το χάσεις.

 Στο χωριό και τους αγαπημένους του.

Πείνα τρανή είναι στο χωριό, πεθαίνουν από φθίση.
Πέθανε ο Γιάννος, ο Στρατής, ο Γιώργος ο Δημήτρης…,
που ήταν μικρά για ρόγιασμα και τ’ άφηκαν στο σπίτι.
Έρμα γυρνούσαν σήμερα τα λίγα γιδερά τους.

 Στην καθημερινότητα.

 Χειμώνιασε και στ’ Άγραφα το κρύο βαλαντώνει
Και στις ψηλότερες κορφές ξαγνάντησε το χιόνι.
…………………………………………………………………..
στα δίστρατα βροντοκοπάν οι κύπροι απ’ τα μουλάρια,
που ξεκαμπάν αραδιαστά κι αγάλια-αγάλια πάνε,
καθώς οι βλάχοι ροβολάν κάτω στα ριζοχώρια.
Και χειμωνιάζει για καλά στ’ Άγραφα και στον Πίνδο.
Μαύρες βραδιές και σπειρωτό το χιόνι πυκνοπέφτει
Πέρα στα δάση, στα βουνά και στα βαθιά φαράγγια
Και ξεροτρίζουν τα δαυλιά μεσ’ του χωριού τα σπίτια.

Στ’ Άγραφα και την πίνδο.

Κι είδα τα βαθυφάραγγα βουνά και τις ψηλές τις ράχες
απάνω της πατρίδας μου, – στ’ Άγραφα και στον Πίνδο.
και τα προσκύνησα θεούς κι άγια η ψυχή μου τα είπε.

Γίγαντας να διαφεντεύει τους χειμώνες.

Πόσο μ’ αρέσει η χειμωνιά στ’ Άγραφα και στον Πίνδο,
που οι στράτες όλες κλείνουνε ‘πο τα πολλά τα χιόνια
κι άλλος κανείς δεν έρχεται, παρά του ήλιου το μάτι,
που φέρνει τις χρυσόφτερες ελπίδες για τη ζήση
κι είμαι αυτεξούσιος εγώ στον όμορφο μου τόπο
μικρός στην πλάση αν πλάστηκα, μεγάλη είναι η ψυχή μου!

Απειλώντας θεούς και δαίμονες.

Τέτοιες βραδιές και το παιδί, στον αχερώνα τρέμει
ν από το κρύο και καρτερεί ταχιά να ξημερώσει
να πάει κοντά στα πρόβατα, στα γίδια ή στα γελάδια
έτσι που σούρχεται να πεις:
Όποιος θεός κι αν είναι που με παιδεύει έτσι σκληρά,
άλλος θεός κι εκείνου, του τρώει τα σπλάχνα του κρυφά
-ο φόβος- μη λυθούνε τα παγωμένα χέρια μου και πάω και τον χαλάσω!

Και προειδοποιώντας συγχρόνως τους ασεβείς.

Διαβάτη κι αν πας κατ’ τ’ Άγραφα κι αν πας κατά Τζουμέρκα,
οθ’ έβρεις βρύσή πιές νερό γάμο κάτσε και γλεντά
όθ’ έβρεις στάνη φάε ψωμί, καλύβα μπες κοιμήσου
μα όθ’ έβρεις κόρην όμορφη, μην την γλυκοτηράξεις,
γιατί είναι οι κόρες ντροπαλές κι από ματιές δεν ξέρουν.

Δεμένος και δοσμένος στον τόπο συμμετέχει ο ίδιος στα δρώμενα.

Καλότυχοι μου χωριανοί, με το ξεφλούδισμά σας
που ξεφλουδάτ’ όλοι μαζί με γέλια με τραγούδια
τα λίγα μπερικέτια σας του Τριγυτή τα βράδια.
Κατάχαμα και στο σωρό κάθονταν γύρα-γύρα.
Στην άκρη κάθεται ο παππούς κι’ οι νιοί κάθοντ’ αράδα
κι από την άλλη τη μεριά κάθοντ’ οι μαυρομάτες.
Καινούργιος στα πισώπλατα σωρός αρχάει να γένει
από καθάριο ζηλερό κίτρινο καλαμπόκι.
Και λεν τραγούδια οι λυγερές, κι οι νιοί τραγούδια λένε.
Κάπου ξεφεύγει το ρογγλί της νιας της τρανομάτας
κι άθελα,τον ξανθόμαλλο, το νιο βαρεί στη μπάλα
και κειός κρυφά κι ανακρυφα,κρυφες ματιές της ρίχνει.
Τη νύχτα σα με το καλό τελειώσει τ’ αργοδούλι
η Γιάννα η πρώτη του σπιτιού η Γιάννα η μαυρομάτα
βράζει ζεστόν τον τραχανά να φαν οι κοπιασμένοι.
Γλυκό και νόστιμο φαΐ που τρων οι χωριανοί μου!
που τρώνε νιες με νιους μαζί,μέσ’ από ‘να καπάκι.

Και ερωτεύεται…

– Αχ, ν’ αγαπάς παράφορα και να περιφρονιέσαι
και να μη βρίσκεις τον καιρό, σαν είν’ έτσι κλεισμένος
για να της κάμεις πείσματα, για να τηνε σκανιάσεις!

Αγαπάει…

Κι απέ στον κάμπο οργώνοντας κάποιος θα τραγουδάει
-τώρα το Μάρτη σ’ αγαπώ κι αν θες με μένα έλα.
– τώρα το Μάρτη αν μ’ αγαπάς, αδεία δεν έχω να έρθω,
τι έχω διασίδι που ύφανα και φέτος θα το βάψω.

Αγαπάει παράφορα…

Παρ’των ματιών το μάλαμα και των χειλιών το βάμμα
πάρε τον ήλιο που χτυπάει την πέτρα και την κάνει
δέντρο, χορτάρι, ζέσταμα και μέσα την αγάπη
ρίξε και σμίξε της καρδιάς τους χτύπους και της ζήσης
όσες κι αν κρύβει μέσα της ψυχούλες, ρίχτες όλες
για τα κουμπάκια που φορείς, για το ‘να και για τα’ άλλο,
σκύψε γλυκά και φίλα τα. Το ωραίο και το μεγάλο
μέσα σε εκείνα κρύβεται. Νάτος ο κόσμος όλος
μεσ’ στων παιδιώνε την ψυχή και μέσα στα λουλούδια!

Και στην καθημερινότητα.

Του κάμπου οι αργάτες έφυγαν κι οι μάνες σηκώθηκαν.
Βράζουν το γάλα, την ιστία, να φκιάσουν αλισίβα.       
– κόρη μου σήκω να λουστείς, να βάλεις τα καλά σου!
Μι Άλλες στραγγίζουν το τυρί, άλλες τα ρούχα απλώνουν 
και μαγειρεύουν το φαΐ και τα παιδιά κοιμίζουν.

Και στο νανούρισμα της μάνας…

Κι η μάνα η αργάτρα, η δουλευτού, που το παιδί κοιμίζει
Στην άκρη νανουρίζοντας τραγουδιστά να λέει.
Ύπνε γλυκιέ από τα κλαριά κι από τα χορταράκια,
έβγα κι έλα και πάρ’ το μου και γλυκοκοίμησέ το,
και θρέψ’το και μεγάλωσ’το και καμ’το παλληκάρι
να μου είναι πρώτος και καλός και πρώτος μεσ’ τη χώρα.

Που τελειωμό δεν έχει….

«παντρεύω το παιδάκι μου και κάνω τη χαρά του
κι η νύφη το καμάρωνε κι ο ύπνος μου το επήρε
και μου το φέρνει πιο τρανό και πιο καλό, ως ξυπνήσει.
Κι άμα τρανέψει αφεντευτής θα γίνει μεσ’ στη χώρα
Και με τον ήλιο συντροφιά θα τρώει το μεσημέρι»
μέσα στης πλάσης το πανί δόσε βαθύ το φόντο,
τόσο βαθύ, που να χωράει όλος ο κόσμος μέσα
με όλα τα κάλλη της αυγής και να φαντάζει ακέρια
μέσα η ζωή, στο ταίριασμα, στο βάδισμα στο τρέχα,
και στο ελαφρό περπάτημα και στον ανασασμό της.

Τα θεϊκά τα πλάσματα, τις γυναίκες…

Καλότυχες οι χωριανές, με τα άξια τους τα χέρια.
Όπου βαρούν με το τσαπί, νερό αναβρύζει ο τόπος.
Όπου βαρούν με τον κασμά, χρυσό μαργαριτάρι.
Κι όπου με χτένι του αργαλειού κεντιέται ο κόσμος όλος.
Όλο χρυσόν τον κένταγαν, κι όλο με τζουβαϊρι.
δίπλα του βάζουν πέλαγο σμαραγδογεννημένο.
Κι απ’ όλα πιο στερνότερη κεντούν και την αγάπη.
Όλο λευκή τήνε κεντούν κι όλο λουλουδιασμένη.
Την βλέπει η μέρα χαίρεται κι αναγαλλιάζει η νύχτα
και παίρνει τις πλαγιές, βουνά, και παίρνει τα ακρορράχια,
και ζευγαρώνει νιες με νιους, ξωθιές με ξωθιοπαίδια.

Στην αυγή της ζωής

Και τα παιδάκια τα καλά με τα σγουρά μαλάκια,
με τα απαλά, με τα ξανθά και με τα βελουδένια
μικρά-μικρά χεράκια τους και τα μελένια χείλια.
Μάζεψτ’ τα τρόϋρα κι απ’ το βασιλικό σου
κόψε κλωνιά και μοίρασ’τους και κάθισ’ τα σιμά σου,
και κάθισ’ τα στα πόδια σου, και μίλα τους γι’ αγάπη.
Κι εκείνα με τα μάτια τους, τα μαύρα, τα μεγάλα
σαν σε κοιτάν κατάματα, και σε ρωτάν καλή μου,

Όπως και τα βάσανα της ζωής…

Άρρωστη η μάνα σέρνεται και το παιδί της σφίγγει
ο χαλασμός που γίνεται όξω, να μην το πάρει
κάθε καλύβα και καϋμός, κάθε σπίτι και πόνος.
Όσες χαρές μεσ’ τη ζωή, τριπλές οι λύπες είναι!   

Και δεν σταματούν εδώ…..

Σίμωσε η μέρα τα’ Αγιωργιού και τέλειωσεν η ρόγα.
Στο δόλιο γύρισα χωριό
να ξαποστάσω να χαρώ
κόρες πουλιά και ρόδα.
Μ’ έφερε η Στράτα μοναχό στο φτωχικό μου σπίτι.
Σπίτι γιατί ‘σαι σφαλιστό
εγώ είχα μάννα κι αδερφό,
κανείς δε μου μιλάει……..

για νάρθει η λύτρωση

Μάης κι αυγή, παντού δροσιά κι ο ήλιος ανατέλλει.
-τάχα γιατί στα μνήματα κάθονται οι πεθαμένοι
και δε σηκώνονται κι αυτοί, τέτοιος καιρός σαν είναι;
-Έννοια σου, και σηκώθηκαν, κανένας μες στον τάφο
δεν έκατσε τι ειν’ η ζωή μιαν αλυσίδα ακέρια,
κι όποιος πεθαίνει πέθανε νιος πάλε για να γίνει.
Γεννιέται κι ανασταίνεται, παιδί και μεγαλώνει.
Στις καλοσύνης το ναό το παν οι θείες μούσες.
– τάχα και να είναι λες, χαρά και πιο τρανή στον κόσμο
από την ώρα που έρχονται στη ζήση οι πεθαμένοι;
-Έννοια σου, κι είναι αμέτρητες τέτοιες χαρές στον κόσμο!

Κι ο εξαγνισμός….

Πέταξε κάθε που φορείς, την καλοσύνη ντύσου,
μεσ’ στο καθάριο το νερό καθρέφτα την ψυχή σου
και πλάστηνε πανόμορφην, όμοια με τα όσα γύρω
μας περιχύνουν, μας μιλούν, μας σιγονανουρίζουν,
όλος ο κόσμος μια ζωή, όπου μορφές αλλάζει.

Με τη θρησκεία των παιδιών…

Δεν είμαι μήτε Χριστιανός και μήτε ειδωλολάτρης
μον τη θρησκεία των παιδιών έχω εγώ όταν παίζουν,
όταν πηγαίνουν στο σχολειό στα πρώτα τους τα χρόνια.

Και τον πανώριο Άσπρο……….

Κάτω στον Ασπροπόταμο, που τα νερά διαβαίνουν
κι ερωτικά καμώματα και μικροπεισματάκια
έρχεται η λαφορήγισσα να πιεί νερό και πίσω
ξετρέχει το λαφόπουλο, μικρό και χαϊδεμένο.
Σε αυτή την πλάση που μοχθεί και πάλλεται το ό,τι είναι
πόσο καλά πασίχαρη η κάθε μάνα μοιάζει,
που καμαρώνει τη ζωή, καθώς θεός, που χρόνους,
για να τη φκιάσει εδούλεψε, την έφκιασε και να την,
που αναρριγεί και πάλλεται κι οδεύει σαν το ολάσπρο
και το αφριστό του ποταμού το ρέμα το γαλάζιο
στου φεγγαριού το ανάβλεμμα του Αυγούστου ένα, βραδάκι.
Να ήτανε, θέ μου, στο ξανθό στα χέρια το φεγγάρι
να το κρατώ κι ως τα παιδιά, καημό μεγάλο τόχω.
Πανώριος Ασπροπόταμος που είναι σαν παραμύθι!
Αχ! Που αρχινάει το όνειρο και που η πραγματικότης!

 

Το κείμενο είναι από την τιμητική εκδήλωση για τον Αργιθεάτη συγγραφέα και Ποιητή Πάνο Τσίνα στις 29 Νοεμβρίου 2007 στην αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών που διοργάνωσαν οι σύλλογοι: ΜΑΡΑΘΟΥ – ΣΤΕΦΑΝΙΩΤΩΝ “Η ΙΤΙΑ” – ΛΕΟΝΤΙ­ΤΟΥ “Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ” – ΒΡΑΓΚΙΑΝΙΤΩΝ – ΑΡΓΙΘΕΑΤΩΝ ΑΘΗΝΑΣ “Η ΕΣΤΙΑ”

 

Βιβλία

 [widgetkit id=”59″]

 

Κριτικές

 [widgetkit id=”58″]