Οι Αθαμάνες της Αργιθέας
(Από τη βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου)
… τῶν δὲ Αἰόλου παίδων Ἀθάμας, Βοιωτίας δυναστεύων, ἐκ Νεφέλης τεκνοῖ παῖδα μὲν Φρίξον θυγατέρα δὲ Ἕλλην. αὖθις δὲ Ἰνὼ γαμεῖ, ἐξ ἧς αὐτῷ Λέαρχος καὶ Μελικέρτης ἐγένοντο. ἐπιβουλεύουσα δὲ Ἰνὼ τοῖς Νεφέλης τέκνοις ἔπεισε τὰς γυναῖκας τὸν πυρὸν φρύγειν. λαμβάνουσαι δὲ κρύφα τῶν ἀνδρῶν τοῦτο ἔπρασσον. γῆ δὲ πεφρυγμένους πυροὺς δεχομένη καρποὺς ἐτησίους οὐκ ἀνεδίδου. διὸ πέμπων ὁ Ἀθάμας εἰς Δελφοὺς ἀπαλλαγὴν ἐπυνθάνετο τῆς ἀφορίας.
Ἰνὼ δὲ τοὺς πεμφθέντας ἀνέπεισε λέγειν ὡς εἴη κεχρησμένον παύσεσθαι τὴν ἀκαρπίαν, ἐὰν σφαγῇ Διὶ ὁ Φρίξος. τοῦτο ἀκούσας Ἀθάμας, συναναγκαζόμενος ὑπὸ τῶν τὴν γῆν κατοικούντων, τῷ βωμῷ παρέστησε Φρίξον. Νεφέλη δὲ μετὰ τῆς θυγατρὸς αὐτὸν ἀνήρπασε, καὶ παρ᾽ Ἑρμοῦ λαβοῦσα χρυσόμαλλον κριὸν ἔδωκεν, ὑφ᾽ οὗ φερόμενοι δι᾽ οὐρανοῦ γῆν ὑπερέβησαν καὶ θάλασσαν. ὡς δὲ ἐγένοντο κατὰ τὴν μεταξὺ κειμένην θάλασσαν Σιγείου καὶ Χερρονήσου, ὤλισθεν εἰς τὸν βυθὸν ἡ Ἕλλη, κἀκεῖ θανούσης αὐτῆς ἀπ᾽ ἐκείνης Ἑλλήσποντος ἐκλήθη τὸ πέλαγος. Φρίξος δὲ ἦλθεν εἰς Κόλχους, ὧν Αἰήτης ἐβασίλευε παῖς Ἡλίου καὶ Περσηίδος, ἀδελφὸς δὲ Κίρκης καὶ Πασιφάης, ἣν Μίνως ἔγημεν. οὗτος αὐτὸν ὑποδέχεται, καὶ μίαν τῶν θυγατέρων Χαλκιόπην δίδωσιν. ὁ δὲ τὸν χρυσόμαλλον κριὸν Διὶ θύει φυξίῳ, τὸ δὲ τούτου δέρας Αἰήτῃ δίδωσιν· ἐκεῖνος δὲ αὐτὸ περὶ δρῦν ἐν Ἄρεος ἄλσει καθήλωσεν. ἐγένοντο δὲ ἐκ Χαλκιόπης Φρίξῳ παῖδες Ἄργος Μέλας Φρόντις Κυτίσωρος.
[Α 9,2] Ἀθάμας δὲ ὕστερον διὰ μῆνιν Ἥρας καὶ τῶν ἐξ Ἰνοῦς ἐστερήθη παίδων· αὐτὸς μὲν γὰρ μανεὶς ἐτόξευσε Λέαρχον, Ἰνὼ δὲ Μελικέρτην μεθ᾽ ἑαυτῆς εἰς πέλαγος ἔρριψεν. ἐκπεσὼν δὲ τῆς Βοιωτίας ἐπυνθάνετο τοῦ θεοῦ ποῦ κατοικήσει· χρησθέντος δὲ αὐτῷ κατοικεῖν ἐν ᾧπερ ἂν τόπῳ ὑπὸ ζῴων ἀγρίων ξενισθῇ, πολλὴν χώραν διελθὼν ἐνέτυχε λύκοις προβάτων μοίρας νεμομένοις· οἱ δέ, θεωρήσαντες αὐτόν, ἃ διῃροῦντο ἀπολιπόντες ἔφυγον. Ἀθάμας δὲ κτίσας τὴν χώραν Ἀθαμαντίαν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ προσηγόρευσε, καὶ γήμας Θεμιστὼ τὴν Ὑψέως ἐγέννησε Λεύκωνα Ἐρύθριον Σχοινέα Πτῶον…
Γενάρχης των Αθαμάνων θεωρείται ο Αθάμας, Θεσσαλός ήρωας, γιος του Αιόλου και της Εναρέτης. Παντρεύτηκε την Νεφέλη και έγινε βασιλιάς του Ορχομενού. Απέκτησε δυο παιδιά με τη Νεφέλη τον Φροίξο και την Έλλη, γνωστά από την αργοναυτική εκστρατεία.
Αργότερα όμως ο Αθάμας εγκατέλειψε την Νεφέλη και παντρεύτηκε την Ινώ κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και απόκτησε δυο αγόρια από αυτή και μια κόρη.
Η πανούργα όμως Ινώ ήθελε να εξοντώσει τα δυο προγόνια της και συνέλαβε ένα σατανικό σχέδιο. Έπεισε τις γυναίκες της Θήβας να ψήσουν τον σπόρο του σιταριού πριν τον δώσουν στους άντρες τους να τον σπείρουν στην εύφορη πεδιάδα. Έτσι το βασίλειο του Αθάμα έπεσε σε λιμό(πείνα). Ο Βασιλιάς ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, για να εξευμενίσει τους θεούς. Ο χρησμός του μαντείου με παρέμβαση της Ινώς έλεγε ότι ο Αθάμας έπρεπε να θυσιάσει στον Δια τον πρωτότοκο γιο του το Φροίξο. Έτσι ετοιμάστηκε να γίνει. Η Νεφέλη όμως έστειλε το χρυσόμαλλο φτερωτό κριάρι άρπαξε τον Φροίξο από το βωμό και την Έλλη από το παλάτι και τα οδήγησε στη μακρινή Κολχίδα.
Ο Αθάμας στενοχωρήθηκε πολύ για την απώλεια των δυο πρωτότοκων παιδιών του. Σε κυνήγι κατά λάθος σκότωσε τον μεγαλύτερο γιό του από τον γάμο του με την Ινώ. Η Ινώ από τη στενοχώρια της έπεσε στον Κορινθιακό κόλπο με τον μικρότερο Υιό της. Εκείνη έγινε θαλάσσια θεότητα, η Λευκοθέα.
Ο Αθάμας μετά από την οικογενειακή του τραγωδία φεύγει πρώτα και χτίζει μία πόλη το Ακραίφιον κοντά στην Κωπαϊδα, που μέχρι τα τελευταία χρόνια λεγόταν Καρδίτσα. Παντρεύεται κάνει τρίτο γάμο και αποκτά τέσσερα παιδιά. Δεν έβρισκε όμως ηρεμία. μετακινείται με την οικογένειά του στην αρχαία πόλη Άλο της Μαγνησίας αλλά ούτε εκεί βρίσκει ψυχική γαλήνη. Ζήτησε τότε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, που να κατοικήσει, για να βρει γαλήνη και ηρεμία και η απάντηση του χρησμού έλεγε: «Να κατοικήσει εκεί ,όπου θα τον φιλοξενήσουν τα άγρια θηρία του δάσους». Πήρε την οικογένειά του και την ακολουθία του και ανηφόρισε κατά τα δυτικά βουνά της Θεσσαλίας. Σαν έφτασε στην σημερινή άγρια φύση της Αργιθέας είδε αγέλη λύκων να κατασπαράζει κοπάδι προβάτων. Οι λύκοι μόλις τον είδα τράπηκαν σε φυγή. Είχαν φάει το μπροστινά μέρη των προβάτων και είχαν αφήσει ανέπαφα τα πισινά μπούτια. Ο Βασιλιάς διέταξε τους υπηκόους του να ψήσουν όλα τα ανέπαφα
μπούτια των προβάτων. Όλη η ακολουθία του όπως ήταν πεινασμένοι έπεσα με τα μούτρα στο φαγητό και ενθουσιάστηκαν με το υπέροχο γεύμα, που τους παραχώρησαν οι άγριοι λύκοι της Πίνδου. Έτσι για να επαληθευτεί ο χρησμός σήμαινε ότι η Θεοί ήθελαν τον Αθάμαντα με τους υπηκόους του να εγκατασταθούν στην όμορφη περιοχή των φιλόξενων λύκων. Έτσι ξεκίνησε το βασίλειο των Αθαμάνων στην περιοχή της Αργιθέας. Έκτισαν πρωτεύουσα στις δυτικές πλαγιές του Αχελώου και των παραποτάμων του την πόλη της Αργιθέας που έγινε πρωτεύουσα.
Η δραματική ιστορία της οικογένειας του Αθάμανα ενέπνευσε τους αρχαίους τραγικούς μας Σοφοκλή και Ευριπίδη και έγραψαν τραγωδίες για την Ινώ, το Φροίξο και την Έλλη. Δυστυχώς αυτά τα κείμενα δεν διασώθηκαν.