Στα Λακκώματα Λεοντίτου Αργιθέας με τους τελευταίους νομάδες

Ορεινογραφίες
Άνθρωποι και βουνά, βουνά και άνθρωποι

Προχωρημένα Φθινόπωρο, – ήταν κιόλας χειμώνας για τα βουνά, που προηγούνται κατά μία εποχή του κάμπου -, αλλά οι άνθρωποι εκεί, αντιστέκονται, δοκιμάζονται και δοκιμάζουν.

Η στάνη κάτω φαινόταν σαν μαγική εικόνα από ψηλά που στεκόμασταν. Ήθελε εξασκημένο μάτι για να την αναγνωρίσεις καθώς ήταν σκεπασμένη και με λατσούδια (κλαδιά ελάτης) η χαμηλή στέγη της.  Εάν όμως ήταν δύσκολο να την εντοπίσεις την στάνη, το μαντρί δίπλα της με τα πρόβατα, έκαναν τα πράγματα ευκολότερα.  Η απόσταση που μας χώριζε δεν ήταν  μεγάλη, καθ΄ ύψος ήταν η διαφορά, έτσι γρήγορα κατηφορίζοντας πέσαμε καταπάνω της, αφήνοντας πίσω μας τις ψηλές κορφές.

Οι κορφές Διχάλα (Σουφλί) ανάμεσα στις Ντεληδήμι και Σαλαγιάννη, από την Καράβα

Οι τσοπαναραίοι ήταν εκεί και μας είχαν πάρει χαμπάρι από ώρα. Βλέπεις ελέγχουν το κάθε τι στην περιοχή τους και ακόμη παραπέρα, δεν τους ξεφεύγει τίποτε..  Χαιρετηθήκαμε φωναχτά, πριν ακόμη σφίξουμε τα χέρια μας, με τις φωνές μας, όπως συνηθίζουν οι βουνίσιοι να κάνουν και δεν αργήσαμε να φτάσουμε και στις χειραψίες μαζί με τις συστάσεις.  «Ο Παναγιώτης είμαι εγώ» και «ο Γιώργος» συμπλήρωσε ο συνοδοιπόρος μου από κοντά.  «Πώς πάμε, τι νέα, τι χαμπάρια, πώς και ακόμη εδώ στα ψηλά»;   «Θα τον βγάλουμε τον Οκτώβρη κατά πως φαίνεται ο καιρός..  οι άλλοι (τσοπάνηδες) χαμηλότερα – έκανε μία κίνηση με το χέρι του δείχνοντας προς τα κάτω, κατά κει πούταν το χωριό Λεοντίτο – θα φύγουν στο έμπα του Νοέμβρη»..  «Όπως, όμως έρθει ο καιρός, καιρός είναι, αυτός διατάζει..»

 «Κατά που παραχειμάζετε;»  «εμείς πάμε κατά τα όρη Βάλτου, πέφτουμε χαμηλά στον Άσπρο (Αχελώο)..  Εγώ είναι από το χωριό Μπαμπαλιό» (1) και ο άλλος συμπλήρωσε «απ το Αυλάκι είμαι εγώ».  «Το Μπαμπαλιό και το Αυλάκι..»  έκανα, επαναλαμβάνοντας τα λόγια τους και κουνώντας το κεφάλι μου.  «Το ξέρεις το Αυλάκι»; (2)  ρώτησε ο κυρ Νίκος, χωρίς να πιστεύει ότι είχε ρωτήσει.  «Το ξέρω» έκανα είναι κοντά στη γέφυρα Αυλακίου, πάνω στον Άσπρο»..  «Ναι ωρέ! Το ξέρεις βλέπω»  «Έχουμε πάει και στα μέρη σας, στα όρη Βάλτου».

Κορφή Διχάλα (Σουφλί), ύψ. 2.080 μ.

Τούτη τη στιγμή θεώρησα καλό να ρωτήσω για τη καταγωγή τους, έχοντας περάσει τις πρώτες εξετάσεις. Είναι κάτι που χρειάζεται τον τρόπο του, γιατί δεν είναι εύκολες αυτές οι κουβέντες ακόμα και εδώ πάνω στα βουνά.  Έχουν περάσει πολλά οι ανθρώποι και έχουν δει ακόμη περισσότερα, καθώς κάποιες κουβέντες δημιουργούν εντυπώσεις και γι αυτό οι ανθρώποι τις αποφεύγουν.

«Σαρακατσαναίοι»; ρώτησα. «Ναι Σαρακατσαναίοι» απάντησαν και οι δυο μαζί. «Χρόνια ανεβοκατεβαίνουμε στα βουνά.  Εδώ στη περιοχή της Αργιθέας (3), νοικιάζουμε το κοινοτικό λιβάδι, που ανήκει στο χωριό Λεοντίτο. (4) Φέτος το ΄΄χτυπήσαμε΄΄ 370.000 δραχμές, για να το εκμεταλλευτούμε εποχιακά».  «Πως τα βλέπετε τα πράγματα»;  ρωτάω στη συνέχεια και «δύσκολα δεν είναι, που θα πάνε, όλα ακριβαίνουν..  κάθε φορά που πας να αγοράσεις κάτι, έχει διαφορετική τιμή, προς τα πάνω πάντα η τιμή..»  «Τι είναι αυτό που κρατάς Παναγιώτη»  «Φωτογραφική μηχανή είναι, τραβάμε και καμιά φωτογραφία..»  «Μήπως έχεις τίποτα κιάλια»;   «Δεν έχω» απάντησα χαμογελώντας, φέρνοντας στο νου μου το πόσες φορές πάνω στα βουνά με τους βοσκούς είχαμε ακούσει αυτή τη κουβέντα.  Είναι κάτι πολύ χρήσιμο και σημαντικό για τους ανθρώπους του βουνού, τα κιάλια.  Τα «πρωτογνώρισαν» στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου στα βουνά και στη συνέχεια από πρακτικής άποψης μ αυτά μπορούσαν να παρακολουθούν το κοπάδι από μακριά και να βλέπουν που έχει σκαλώσει ή σταλιάσει αυτό.  Όπως  κινούνται και λουφάζουν στα ψηλά μπορούν να αγναντεύουν ολούθε και να περνά και η ώρα τους.  «Για να δω ήθελα..»  «Να βάλω καφεδάκι ή να βάλω φαγητό..  Κουρασμένοι και πεινασμένοι θα ήσαστε, αφού γυροφέρνετε στις κορφές..  εμείς μόλις είχαμε φάει..»  «Μπα δεν χρειάζεται, καθίστε, ήμαστ εντάξει, δεν χρειαζόμαστε τίποτα..»  «Καλά, βάλε Θωμά να πιούμε ένα  καφεδάκι» έκανε ο μεγαλύτερος σε ηλικία.  «Πως τον πίνετε»  «Όπως γίνεται πιο εύκολα..»  «Ελληνικό ή φραπέ»!  «Όπως πίνετε κι εσείς..»  «Εντάξει, βάλε νερό στο μπρίκι» ..» και από ζάχαρη»!!  «όπως νάναι»  Σηκώθηκε ο νεότερος για τη διαδικασία του καφέ και για λίγο ακολούθησε σιωπή.  Ευκαιρία να ρωτήσω και γω τα δικά μου..  «μπάρμπα, πως την λένε την κορφή από πάνω μας»  «Σουφλί την ξέρουμε εμείς..» «Τα δικά μας χαρτιά (χάρτης) τη γράφουν Σαλαγιάννη»  «Σαλαγιάννη είναι πιο πέρα, πιο δεξιά», έκανε ο μπάρμπας και συνέχισε.  « Απ εδώ πάνω είναι το Ντεληδήμι, αριστερότερα είναι η Αφωρισμένη.  Πάνω από το κεφάλι μας είναι η διχάλα με το Σουφλί και δεξιότερα είναι η Σαλαγιάννη. Από πίσω απ την κορφή αυτή είναι τα μέρη, καθώς πέφτουν τα νερά, προς το χωριό Χορίγκοβο, σήμερα το λένε Κέδρα.  Εμείς όταν φεύγουμε απ εδώ, όταν έρθει η ώρα για φευγιό, για να κατέβουμε στα χειμαδιά, σκαπετάμε την Αετορράχη, ύψ. 1.882 μ. και πέφτουμε πίσω.  Τώρα έχουν ανοίξει δρόμο, είναι αυτός που φαίνεται απέναντι –δείχνει με μια κίνηση του χεριού κατά κει – και πέφτουμε στο ρέμα του Πλατανιά.  Είναι σύνορο Καρδίτσας – Ευρυτανίας.  Το Πλατανιώτικο ρέμα  «σκάει» στη γέφυρα του Αυλακίου.  Βλέπεις αυτές είναι παλιές «στράτες», που όμως ακόμα βολεύουν..»»

Κοιτάζοντας κατά την κορφή

«Έτοιμα τα καφεδάκια, ΄΄άντε στην υγειά σας΄΄  κάθε καλό, καλό χειμώνα και καλή στράτα.. με χαρά να ξανασμίξουμε και του χρόνου, να ρθείτε το καλοκαίρι εδώ πάνω, τώρα πάει για χειμώνα..» «Δεν μου λες κυρ Παναγιώτη, ήσαστε υπάλληλοι του κράτους».. «Ἁ!» μάλιστα, «Όχι» «αγράμματος είμαι εγώ και δεν τα καταλαβαίνω..  «Μήπως έχεις τίποτα κιάλια στο σάκο»;  «Δεν έχω.. φωτογραφική μηχανή είναι αυτό..»  «δεν μας βγάζεις καμιά φωτογραφία να την έχουμε να την βλέπουν τα παιδιά μας, μιας και είμαι και μεγάλος..» είπε ο κυρ Παύλος.  «Να σας βγάλω, γιατί όχι, μετά χαράς»..

Σκαρφαλώνοντας στην κορφή, απέναντι η Καράβα

Σηκωθήκαμε όλοι για την ιστορική στιγμή. Εγώ στις μηχανές οι τσοπάνηδες στήθηκαν μπροστά στο κονάκι, στο ένα χέρι την γκλίτσα και στο άλλο την καρδάρα με το γάλα.  ¨όπως κοίταζα μέσα απ το φακό της μηχανής, δεν μπορούσα να μην σημειώσω τη συγκίνηση, που με είχε καταλάβει.  Μπροστά μου δυο αγέρωχες βουνίσιες ανθρώπινες φιγούρες, να στέκονται ακίνητοι με την καλλίτερή τους πόζα και πίσω οι πανύψηλες μυτερές κορφές των Αγράφων, να γέρνουν κι αυτές, λες και θέλαν να χωθούν κι αυτές μέσα στην ιστορική αιώνια στιγμή.  Ακόμα και ο ήλιος ντράπηκε και κρύφτηκε πίσω από σύννεφο, μπρος σε τόση  επί γης ανθρώπινη φυσική ομορφιά.

Ήρθαν στο νου μου εικόνες παλιές, απ τα χρόνια του εμφυλίου, τότε που τα βουνά των Αγράφων, είχαν γίνει το λημέρι και κρησφύγετο ανένταχτων. Θυμήθηκα τον φωτογράφο του βουνού Σπύρο Μελετζή, ο οποίος μας χάρισε υπέροχες φωτογραφίες απ εκείνη τη εποχή.  Εικόνες μαγικές, υπέροχες, που κοιτάζοντάς τες σήμερα δείχνουν εξώκοσμες.  Τι υπέροχες εικόνες οι φωτογραφίες του με τους βοσκούς, τα βοσκόπουλα, ντυμένοι με τα παραδοσιακά ρούχα..  Χαμογέλασα για μια στιγμή καθώς σκέφθηκα ότι τόσα χρόνια στα βουνά και δεν είχα καταφέρει να πλησιάσω την ομορφιά και την ποιότητα έστω μιας φωτογραφίας του μεγάλου φωτογράφου-καλλιτέχνη.  Σκέφθηκα για δικαιολογία ότι «φταίνε» οι καιροί που έχουν αλλάξει τα πράγματα, η ατμόσφαιρα, οι συνθήκες, αλλά γρήγορα σκέφθηκα «δικαιολογίες για αδαείς επίδοξους φωτογράφους».  Η φωνή του Γιώργου ακούστηκε να μου φωνάζει να τελειώνω με την φωτογραφία, γιατί είχα στημένους τους ανθρώπους για ώρα!..

 

Η κορφή Σαλαγιάννη, ύψ. 2.130 μ., ξεχωρίζει στα πλευρά της το μονοπάτι, που διέρχεται απ το διάσελο και πίσω  το Ασημί βουνό

Μετά όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ακολούθησαν φωτογραφίες με το κοπάδι, γιατί δεν νοείται τσοπάνος δίχως το κοπάδι του.. Το κοπάδι είναι για τον βοσκό.  Δεν έχει νόημα ο τσοπάνος, αν δεν συνδέεται με το κοπάδι του.  Είναι η «εικόνα» του, είναι η ταυτότητά του.  Τους βλέπεις  να μιλούν όλοι για το κοπάδι τους με τα καλλίτερα λόγια.  Μπορεί το κονάκι να μην τους λέει τίποτα, αλλά μια φωτογραφία με το κοπάδι τους, το βιο τους, σημαίνει πολλά.  Θαυμάζεις τη λεβεντιά των ανθρώπων και το ξεχωριστό τρόπο, που εκδηλώνουν την αγάπη τους για τα ζωντανά τους.  Αξίζει να προσέξει κανείς τον τρόπο που μαζεύουν γύρω τους τα ζωντανά, πως τους μιλάνε, πως στέκονται ανάμεσά τους, «παιδιά» τους, για την ιστορική στιγμή της αιώνιας απεικόνισης.

Ἀντε να βρεθεί χαρτί να γράψουμε τα ονόματα και τις διευθύνσεις πάνω στο βουνό.. Δεν τα χρειάζονται και δεν τα πολυσυμπαθούν τα γραπτά πράγματα οι τσοπαναραίοι.  Ο λόγος είναι νόμος και όχι μόνον.  Πάντως όμως, κάτι βρίσκεται, ένα κομματάκι χαρτί, νάτο, το μέσα μέρος του τσιγαρόκουτου και για μολύβι βρέθηκε και χρησιμοποιήθηκε κομματάκι καρβουνιασμένου ξύλου, απομεινάρι της φωτιάς απ το τζάκι.  «Γράψε εσύ που ξέρεις γράμματα» ακούστηκε η φωνή, το ένα: «Νικόλαος Ζαραϊδώνης της Μαρίας, – γράψε της Μαρίας για να μας ξεχωρίζουν απ τον άλλο το ξάδελφο στο χωριό.  Αυλάκι Βάλτου, Αιτωλοακαρνανίας και το άλλο: Θωμάς Σκούρας του Αποστόλου, Μπαμπαλιό, Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας

Απ την κορφή της Διχάλας, το Ασπρόρεμα, η πίσω μεριά του τείχους

«Πού να μάθουμε γράμματα εδώ; Ευτυχώς όμως που οι παππούληδές μας καιγόντουσαν να μορφωθούν, είχε δίψα ο κόσμος των βουνών να μάθει αλλά δεν είναι εύκολο.  Πριν χρόνια, ας είναι καλά και κείνος ο Άγιος – έκανε το σταυρό του στη θύμηση – ο πάτερ Κοσμάς, που φώναζε να φτιάξουν οι ανθρώποι  σχολειά.  Μεγάλος άνθρωπος, άγιος, έκανε πολλά στον τόπο μας..  Σ όλα σχεδόν τα χωριά των Αγράφων σώζεται η ανάμνηση του φλογερού γέρου ρασοφόρου, του Πατροκοσμά.  Κοινή παράδοση: πέρασε και από το δικό μας το χωριό.  Σαν είδε τα βουνά μας, τα ευλόγησε και είπε: ευλογημένες να είναι τούτες οι ράχες, θα σώσουνε μια μέρα πολλές ψυχές..» Σε κάθε ανώμαλη εποχή, πολέμους, σε χαλασμούς, έχουν οι Αγραφιώτες στα χείλη τους τη κουβέντα: Ήρθαν τα λόγια του Πατροκοσμά.   Οι παλιοί άνθρωποι στ Άγραφα, θεωρούσαν τον Κοσμά, για μεγάλο άγιο και προφήτη.  Ο Κοσμάς ο Αιτωλός γεννήθηκε το 1714 στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της ορεινής Τριχωνίδας.  Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες, που ήρθαν κυνηγημένοι στην περιοχή της Ναυπάκτου.  Ο Κοσμάς ο Αιτωλός τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον ιεροδιδάσκαλο Ανανία και ακολούθησαν πολλά ακόμη χρόνια σπουδών.  Όταν άφησε το Άγιο Όρος, στα 1760, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και είδε τον Πατριάρχη Σεραφείμ Β’ απ όπου και πήρε την έγγραφη άδεια για να κηρύττει τον θείο λόγο.  Απ την χρονιά αυτή αρχίζει τη μεγάλη του προσπάθεια για την πνευματική ανάταση του υπόδουλου Ελληνισμού και την διατήρηση της σπίθας της λευτεριάς στην ψυχή των σκλαβωμένων.  Σε παλιά εκκλησιαστικά βιβλία (μηναία και άλλα) πολλών χωριών σώζονται χειρόγραφοι σημειώσεις (θυμίσεις) στις οποίες ιστορείται το πέρασμα του Αγίου Κοσμά.

Ήταν τόση η πίστη του λαού και των κλεφτών στη θαυματουργή του δύναμη, ώστε σε πολλά μέρη της Θεσσαλίας, των Αγράφων και της Στερεάς, κηρύχτηκε το 1821 με το περίφημο: «βοήθα μας Άγιε Γιώργη και συ Άγιε Κοσμά, να πάρουμε τη Πύλη και την Αγιά Σοφιά». Τον απολογισμό της εθνικής δράσεως του Κοσμά την έκανε ο ίδιος: «Γύρισε τριάντα επαρχίες, ίδρυσε δέκα Ελληνικά σχολεία και διακόσια κατώτερα για τα στοιχειώδη γράμματα».

Στην τοποθεσία Λακκώματα Λεοντίτου με τους νομάδες βοσκούς

Με τις φωτογραφίες και το καφεδάκι είχαμε πει πολλά. Η κουβέντα είχε πάρει πολλούς και διάφορους δρόμους.  Εδώ στα ψηλώματα μπορείς να σκέφτεσαι και να λες ότι θέλεις..  «Πως τα βλέπετε τα πράγματα, πως πάνε, εκεί κάτω στη πρωτεύουσα κατά πως τα κάνετε..»  «Δύσκολα, τι να πούμε, ο κοσμάκης ταλαιπωρείται».  «Μήπως δεν γίνεται αυτό χρόνια τώρα!..  με τούτα και με τα άλλα δεν γίνεται προκοπή.  Τόσα χρόνια τσακωνόμαστε αναμεταξύ μας.  Γι αυτό δεν θα δούμε άσπρη μέρα..  Ο εμφύλιος έκανε μεγάλη ζημιά.  Δεν λέμε να ξεπεράσουμε αυτό το γεγονός και να μάθουμε απ την ιστορία μας..  Να γιατί μας δουλεύουν όλοι..  Ο μπάρμπας αφού πήρε ανάσα, συνέχισε τον μονόλογό του.  «Θυμάμαι στον Γράμμο, τότε που οι Εγγλέζοι πετούσαν σακιά με άρβυλα και είχαν μέσα μόνον αριστερές ή δεξιές αρβύλες..  Εμείς σκοτωνόμασταν αναμεταξύ μας.. ήμασταν έτοιμοι για επίθεση χαράματα και το βράδυ έρχεται διαταγή να υποχωρήσουμε.. το πρωί μαθαίνουμε ότι κατά την διάρκεια της νύχτας είχε γίνει μακελειό.  Γιατί όλα αυτά, τι βγήκε, μετά από τόσα χρόνια; Άλλαξε τίποτε; Τίποτε»!

Ο κυρ Νίκος Ζαραϊδώνης με το κοπάδι του

Ακολούθησε σιωπή αναμεταξύ μας. Έτσι και αλλιώς δεν είχαμε να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο. Τέτοιες απορίες και προβληματισμούς, που αν και είχαν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε, είχαμε ακούσει πολλές φορές στα βουνά, γυρόφερναν χωρίς να μπορούν να βρουν απαντήσεις.  Χρόνια οι ταραγμένες ψυχές των ανθρώπων, γυρίζουν ολούθε χωρίς να μπορούν να αναπαυθούν.  Όσο εμείς δεν θα μπορούμε να δούμε κατάματα και με καθαρή ματιά τα γεγονότα, τόσο αυτά θα σκοτεινιάζουν τη σκέψη μας και θα βαραίνουν πιο πολύ την ψυχή μας.  Λόγια βγαλμένα μέσα απ την ίδια την ζωή των ανθρώπων που τα έζησαν.  Λόγια ζωντανά χωρίς την ομορφοποίηση των σπουδασμένων της πόλης.  Ακούγονται από στάνη σε στάνη, από διάσελο σε διάσελο, αντίλαλος ανάμεσα σε κορφές.

«Τι ώρα έχεις», «είναι τρεις και τέταρτο» απάντησα, ρίχνοντας μια ματιά στο χέρι.  Βγάζει ο μπάρμπας το ρολόι απ το τσεπάκι, που το είχε κρεμασμένο και λέει: «δύο και τέταρτο είναι».  Κοιταχτήκαμε αναμεταξύ μας και κοιτάξαμε και το δικό μας.  Δεν είχαμε κάνει λάθος.  «Δεν πας καλά» του λέω «είναι τρεις και τέταρτο έχει αλλάξει η ώρα..»  «μπα τι λες, από πότε;» δεν βαριέσαι» συμπλήρωσε μόνος του, «τι να την κάνεις την ώρα, εδώ πάμε με το φως, με τον ήλιο».  «Έχει αλλάξει η ώρα εδώ και κάμποσο καιρό» συνέχισα εγώ απλά από κεκτημένη ταχύτητα.  «Μήπως πρέπει να φεύγουμε» έκανα, έχουμε δρόμο για κάτω και ο καιρός βλέπω ν αλλάζει».. «Καθώς θα περάσετε από το χωριό Λεοντίτο, καθίστε λίγο για μια ανάσα στον πλάτανο της πλατείας.  Είναι ιστορικό δένδρο.  Κατά την παράδοση, εκεί καθόταν στον ίσκιο του ο ήρωας Καραϊσκάκης.  Στα χρόνια της επανάστασης είχε μεταφέρει εδώ την έδρα του στρατηγείου του, το Αρματολίκι των Αγράφων.  Το μέγεθός του και η ηλικία του δένδρου είναι σπάνια και δεν το συναντάς εύκολα αλλού.  Είναι το καμάρι του χωριού.  Σ αυτά τα χώματα, τα χώματα των Αγράφων αντρώθηκε η θρυλική μορφή ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.  Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, ο Καραϊσκάκης το καπετανάτο (αρματολίκι) των Αγράφων με συναρχηγό τον Γιάννη Ράγκο.

Με την κουβέντα, θυμήθηκα κάτι που ανέφερε ο Πουκεβίλ Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, για μια εξόρμηση του Καραϊσκάκη στην πεδιάδα της Καρδίτσας κατά σώματος Κονιάρων, που τους κατέκαψε.  Έκαψε την μικρή πόλη της Καρδίτσας, που ήταν η πρωτεύουσα των αρχαίων φύλλων του Ικονίου και έσπειρε τον τρόμο στις όχθες του Πηνειού ποταμού, ώστε ο Σερακέρης της Λάρισας Τζελατίν πασάς, να συνθηκολογήσει.  Ο πρώτος όρος ήταν η απελευθέρωση των νομάδων βλάχων – τους οποίους είχε «αιχμαλωτίσει» (σταματήσει)  στα χειμαδιά του κάμπου, όταν ετοιμάζονταν ν ανέβουν στα βουνά – ώστε ελεύθεροι να πάνε στις ορεινές βοσκές».  «Κείνα ήταν παλικάρια..» συμπλήρωσε, ξεφυσώντας ο μπάρμπας.

Ιερά Μονή Σπηλιάς Αργιθέας

Ξανασφίξαμε τα χέρια, ευχηθήκαμε «καλό δρόμο» για μας, «καλή στράτα» για το δικό τους κατέβασμα στα χειμαδιά με την ευχή να ξανασμίξουμε στα κορφοβούνια.  Ο χειμώνας για τα βουνά ήταν προ των πυλών.  Οι ξωμάχοι νομάδες επέμειναν να γεύονται μέχρι τελευταίας ευκαιρίας την δυνατότητα να απολαμβάνουν το ελεύθερο αέρα των κορφών και την δυνατότητα στο κοπάδι να βοσκάει, μέχρι να στρουγγιαστούν στη θολούρα του κάμπου.

Ο καιρός από την μια στιγμή στην άλλη μπορούσε να φέρει το χιόνι. Το πρώτο  χιονάκι το είχε φέρει κιόλας αλλά το πήρε αμέσως.

Οι Σαρακατσαναίοι ξέρουν να «διαβάζουν» τον καιρό και γνωρίζουν καλά τη στράτα. Το χορτάρι κρατάει ακόμη στις πλαγιές των ψηλωμάτων, κρατάνε το κοπάδι στα ψηλά όσο μπορούν, ενώ οι προβατίνες είναι γκαστρωμένες και αμφιταλαντεύονται.  Όταν ο καιρός αγριέψει, θα πάρουν τον δρόμο της Ποταμιάς, που θα τους οδηγήσει στα χειμαδιά τους.

Το καθολικό της μονής Σπηλιάς

Αφήσαμε πίσω τους νομάδες βοσκούς, γυρίσαμε την πλάτη μας στις ψηλές κορφές Σουφλί και Σαλαγιάννη και καθώς σκοτείνιαζε, πήραμε τα πόδια μας κατηφορίζοντας. Η συννεφιά έδειχνε ότι δεν θα αργούσε να φέρει βροχή και όχι μόνον.  Εμείς, τη νύχτα που θα έφτανε υπολογίζαμε να βρούμε καταφύγιο στη μονή Σπηλιάς.

Προχωρημένα Φθινόπωρο, – ήταν κιόλας χειμώνας για τα βουνά, που προηγούνται κατά μία εποχή του κάμπου -, αλλά οι άνθρωποι εκεί, αντιστέκονται, δοκιμάζονται και δοκιμάζουν..  Ο ήχος του αγέρα και της καθαρής πνοής «φέρνει» κάτι που κάνει τους ανθρώπους να μην θέλουν να ξεκολλήσουν απ τα ψηλά..  Είναι αυτό το «κάτι» που δεν θα το μάθει ποτέ κανείς εάν δεν πάρει το δρόμο για τα ψηλώματα, εάν δεν σηκώσει το κεφάλι του ψηλά.  «Γιατί ότι κι αν είναι το πεπρωμένο (μας), (αυτό) κατοικεί στα βουνά που έχουμε πάνω απ το κεφάλι μας»  (Κονιέττι Πάολο2016:42)

Τάκης Ντάσιος, Οκτώβρης 1991

 

Παραπομπές

(1)  Χωριό Μπαμπαλιό (έως το 1928 Μπαμπαλιού), υψ. 150 μ., δήμου Ινάχου νομού Αιτωλοακαρνανίας, στις όχθες της τεχνητής λίμνης Καστρακίου, επί της δημοσιάς: Φράγμα Καστρακίου – γέφυρα Βέργας.  Στα 1928 είχε 337 κατοίκους, 1940 > 350, 1951 > 444, 1961 > 451, 1971 > 207, 1981 > 257, 1991 > 159.

(2)  Χωριό Αυλάκι (έως 1928 Βερδίτσα), υψ. 660 μ. στις πλαγιές του ορέων του Βάλτου, δήμου Ινάχου, νομού Αιτωλοακαρνανίας.  Στα 1928 είχε 182 κατοίκους , 1940 > 270, 1951 > 171, 1961 > 273, 1971 > 224, 1981 > 183, 1991 > 173

(3) Ορεογραφία της περιοχής Αργιθέα

Άγραφα, βουνά. Το «κομμάτι» που προσεγγίζουμε είναι ένα ορεινό τόξο, – που ξεχωρίζει καθώς διασχίζουμε την Αργιθέα – που περιλαμβάνει τις κορφές: Σουφλί, Διχάλα, Σαλαγιάννη, Ασημόραχη, Τσουρνάτου, ύψ. 1.881 μ. και Πύργος και οριοθετείται στα βόρεια Άγραφα, γεωγραφικά όρια νομών Ευρυτανίας και Καρδίτσας: Η ψηλότερη κορφή του ορεινού τόξου είναι η Σαλαγιάννη, ύψ. 2.130 μ.

Ανατολικά η κορυφογραμμή Ντεληδημιού (Αυγό) ύψους 2.163 μ. – Τσούκα Σάκκα, Νότια το Ασπρόρρεμα, Δυτικά το ρέμα Πλατανιάς και βόρεια οι οικισμοί Παλιοχώρι, Λεοντίτο, Μονή Σπηλιάς, Ρωμιά, Στεφανιάδα.

Απ το χ. Λεοντίτο, χωμάτινος δρόμος ανεβαίνει στις πλαγιές της οροσειράς Τσουρνάτου, φτάνοντας στην τοποθεσία Λακκώματα (στάνες).  Απ εδώ ανεβαίνουμε τη σάρα προς τη Διχάλα (διπλή κορφή), Σουφλί, ύψ. 2.080 μ. και περνάμε από πίσω, τοποθεσία Αρκουδιά, που συνδεόμαστε με το μονοπάτι που ανεβαίνει απ το Ασπρόρρεμα.

Απ την πίσω μεριά, στο Ασπρόρεμα, μονοπάτι ανεβαίνει στην τοποθεσία Σφρι και κολλάει στις πλαγιές του Ντελημηδιού για να βγει στην κορφή, Ντεληδήμι, ύψ. 2.163 μ. του και να συνεχίζει με κίνηση δεξιά επί της Αφωρισμένης και να πέσει στα χ. Φουντωτό – Πετρίλια.  Επίσης απ την κορφή Ντεληδήμι ή ράχη Αφωρισμένη, μπορεί να ακολουθήσει κανείς μονοπάτι που κατεβαίνει αρχικά στην τοποθεσία Λακκώματα (δύο στάνες) και στην συνέχεια στον ποιμενικό συνοικισμό Γκίκα (τρεις στάνες) δίπλα στο ρέμα που ξεκινά απ την κορφή Ντεληδήμι και τερματίζει στο Πετριλιώτικο ποτάμι

Απ τα νότια, -πίσω απ το τείχος – απ την άλλη μεριά του Ασπρορρέματος, συγκρότημα κορφών Λιάκουρας – Φτέρης – Κρούνας, παλιά μονοπάτια ελίσσονται ανάμεσα στις ψηλές κορφές (διάσελα) και χρησιμοποιώντας τις κορυφογραμμές οδηγούνται οι άνθρωποι των βουνών (κάτοικοι οικισμών και ποιμενικοί πληθυσμοί) ανάμεσα από δύσβατα μέρη στον προορισμό τους. Όπως μου λέγανε,  άνθρωποι απ τον συνοικισμό Κοτρώνι στην Φτέρη, όταν γιόρταζε η Παναγιά στη Μονή Σπηλιάς Αργιθέας το δεκαπενταύγουστο, ξεκινούσαν με τα πόδια, για να φτάσουν στην Μονή, κάνοντας δυο μέρες.  Ακολουθώντας μονοπάτια που πατιώντουσαν, όπως απ τη Λάκα της Φτέρης Επινιανών πέρναγαν στον ποιμενικό συνοικισμό Παλούκια, πίσω απ την Κρούνα, στη συνέχεια επί της κορυφογραμμής Μπαλντενήσι, Κορυφή, ύψ. 2.009 μ., διάσελο Σαλαγιάννη, έπεφταν στη τοποθεσία Μέγα Στανό, στο χ.. Λεοντίτο και φτάνανε στην Ι. Μονή Σπηλιάς.

Υψηλά διάσελο, περάσματα ανάμεσα σε ψηλότερες εκατέρωθεν κορφές, όπως καθώς ήμαστε στα ριζά του τείχους, τοποθεσία Μέγας Στανός, ανεβαίνουμε ανάμεσα στο διάσελο, ύψ. 1.800 μ. ανάμεσα Ασημόραχης – Σαλαγιάννη και βγαίνουμε στην ψηλότερη κορφή Σαλαγιάννη.  Μπροστά μας ένα σύμπλεγμα όγκων, Σαλαγιάννη, ύψ. 2.130 μ, Χοντρό Σπανό, ύψ. 2.020 μ. που βόσκουν γελάδες ελευθέρας βοσκής, καθώς τις παρατηρούμε απ την κορφή της Διχάλας.

Όπως βλέπουμε ορεινό τόξο απ τα Λακκώματα, δεξιά έχουμε την κορφή Σαλαγιάννη, ύψ. 2.130 μ., Ασημόραχη (ράχη), κορφή Ασημόραχη, ύψ. 1.881 μ. (οροσειρά Τσουρνάτου). για να χαμηλώσει στο ρέμα του Πλατανιά.

Οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι – εδώ πούμαστε τώρα – που βγαίνουν τους θερινούς μήνες στα ψηλώματα, απ τις τοποθεσίες: Λακκώματα, Μέγας Στάνος και Γκίκα ακολουθούν τη διαδρομή (στράτα) για να κατέβουν στα χειμαδιά το Φθινόπωρο, η οποία διέρχεται από:  πηγή, τοποθεσία Μέγα Στανό (στάνη), διχάλα χωματόδρομου.  Ο ένας κατηφορίζει για το χωριό Λεοντίτο και ο άλλος συνεχίζει για τρία χιλ. μέχρι τα Μιχαίϊκα Καλύβια,( πηγή και στάνες), πάνω στο Πλατανιώτικο ρέμα και στην συνέχεια  ροβολάνε κατά μήκος της ρεματιάς.

Αργιθέα: «με το όνομα αυτό που επικράτησε απόλυτα, το τμήμα του τέως ομωνύμου Δήμου, με τα 24 χωριά και συνοικισμούς και τις 12.000 χιλιάδες περίπου κατοίκους.  Από της προσαρτήσεώς της εις την Ελλάδα, 1881, η Αργιθέα υπάγεται διοικητικώς εις την Θεσσαλία.   Η περιφέρεια του πρώην Δήμου Αργιθέας υπάγεται διοικητικώς στο νομό Καρδίτσας.  Ψηλά, μεγάλα βουνά συγκροτούν την περιοχή της Αργιθέας, όπως: Καράβα, Γκαβέλου, Τσουρνάτου και άλλα πάνω στην οροσειρά της Πίνδου και διασχίζονται από τρεις ποταμιές: Πετρίλου, Κνισόβου και Παλιοχωρίτικη ποταμιά, που συγκλίνουν νοτιότερα του Λιασκόβου και ενωμένοι χύνονται στον Αχελώο (στη θέση Ντρασκός).  Μέσα σ αυτή την ορεινή, δυσπρόσιτη περιοχή, υπήρχαν και υπάρχουν οι δίοδοι επικοινωνίας, όπως: Γέφυρα Κοράκου, Γέφυρα Αυλακίου, απ τα δυτικά (Άρτα) και  δίοδος Οξιάς,  δίοδος Τυμπάνου απ τα ανατολικά (Καρδίτσα).  Σχετικά με την ονομασία της περιοχής, σαν ο επισκέπτης στρέψει το βλέμμα του προς τα δυτικά, προς την Αργιθέα, θα δει να την σκεπάζει σε όλη του την έκταση, σκότος αδιαπέραστο.  Πρέπει ο ήλιος ν σηκωθεί αρκετά στον ορίζοντα, να φωτιστούν τα Ηπειρώτικα βουνά και απ εκεί, με την αντανάκλασή του να αρχίσει να διαλύει και εις την Αργιθέα το σκότος και μάλιστα εις τα ψηλά μέρη της, ενώ στα χαμηλά και τις βαθιές χαράδρες της, πρέπει να περάσει αρκετή ώρα ακόμη για να φωτίσει ο τόπος.  «Αργεί  η θέα προς τα εδώ». θα μπορούσε ν αναφωνήσει ο επισκέπτης.  Αυτή η αναφώνηση κατέληξε στη λέξη «Αργιθέα».  Είναι και αυτή μία άποψη»  (Στάθη Δ. Γεωργίου1971: 13-19)

(4)  Χωριό Λεοντίτο, Δήμου Αργιθέας, νομού Καρδίτσας, υψ. 960 μ.  Στα 1928 είχε 202 κατοίκους, 1940 > 295, 1951 > 204, 1961 > 193, 1971 > 187, 1981 > 93, 1991 > 126.  Ιστορικά: Υπάρχει παράδοση ότι εδώ πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.

«Το μέρος που βρίσκεται το χωριό είναι αρκετά επίπεδο και αυτό προήλθε από μεγάλη καθίζηση του εδάφους απ το επάνω βουνό Τσουρνάτου (Οροσειρά Τσουρνάτας). Τα σπίτια του χωριού αραιά κτισμένα, μέσα σε καταπράσινα χωράφια και περιβόλια, τα γεμάτα από καρποφόρα δένδρα.  Για να αποκτήσει κανείς μια εικόνα του μεγέθους του χωριού πρέπει να σεργιανίσει απ την Αγία Παρασκευή μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο, για να βεβαιωθεί ότι υπάρχει χωριό και μάλιστα πολύ καλό με σπίτια καλοφτιαγμένα.  Στη μέση του χωριού είναι η βρύση με άφθονο και δροσερό νερό και λίγο πιο κάτω ο μεγάλος και ιστορικός πλάτανος, που χρωστά τη ζωτικότητά του και το μέγεθός του στο άφθονο νερό της πηγής.  Το χωριό αποτελείται από 70 περίπου οικογένειες που κατοικούν όλες στην καλλιεργημένη έκτασή του.  Η ζωή του χωριού οφείλεται στο άφθονο νερό, που έχει για το πότισμα των κτημάτων του και το οποίον νερό έρχεται στο χωριό με μεγάλο αυλάκι μέσα από βράχια και κακοτοπιές από απόσταση τριών χιλιομέτρων, τοποθεσία Σαμάρια.  Πάνω απ το χωριό τοποθεσία Κοτρωνάκι και γύρω στην κοινοτική εκκλησία υπάρχει μία στενή λουρίδα δάσους ελάτης, απομεινάρι του άλλοτε μεγάλου δάσους, που σκέπαζε όλη την πλαγιά ως τη κορφή του βουνού.  Χαλάστηκε από υλοτομία στις αρχές του περασμένου αιώνος και ήταν απ τα τελευταία θύματα των δασών της ΑργιθέαςΣτο μέρος αυτό υπήρχε μεγάλο χωριό τα παλιά χρόνια, το μαρτυρούν τα ερείπια»  (Στάθη Γεωργίου1971:259-261)

«Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στην ανατολική πλευρά της κορφής Ζερβό, ύψ. 1.763 μ. με κατοίκηση από τους βυζαντινούς χρόνους. Όλη η περιοχή ήκμασε την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν  αποτέλεσε χώρο δράσης κλεφτών και έδρα αρματολικιού του Γεωργίου Καραϊσκάκη.  Τον Ιούλιο του 1823 λεηλατήθηκε, από τις δυνάμεις του Μουσταή πασά της Σκόδρας μαζί με τα γειτονικά χωριά Δροσάτο, Πετροχώρι, Κουμπουριανά, Στεφανιάδα,. 

Δέος καταλαμβάνει τον περιηγητή στη θέα και τις απότομες σάρες, που χαρακτηρίζουν την οροσειρά της Τσουρνάτα, ύψ. 1.881 μ. και το θεϊκό Ντεληδήμι, ύψ. 2.163 μ.   Εάν ακολουθήσει κανείς τον δασικό δρόμο που συνεχίζει από την πρόσφατα ανακαινισμένη μονή του Αγίου Χαραλάμπους, πολιούχου του χωριού, φτάνει κανείς στις τοποθεσίες Λακκώματα και Γκίκα.  Απ εκεί παλαιότερα ανέβαιναν από μονοπάτι, υπάρχει ακόμα, με τα μουλάρια ψήλωναν έπεφταν στην τοποθεσία Σφρι (σήμερα δυο σπίτια) στο περίφημο Ασπρόρρεμα.

Στο Λεοντίτο υπάρχει ξενώνας, ταβέρνα και η φημισμένη πλατεία με τον υπερχιλιετή πλάτανο, δίπλα στο καφενείο της κυρά Αγγελικής. Το χωριό συνδέεται από δύσβατο μονοπάτι με τη μονή Σπηλιάς, 0030ω.» (Σινάνη Άγγελου2010:33-4)

(5) Ι. Μονή Σπηλιάς, «Είναι χτισμένη στα 780 μ. σε θεαματικό φυσικό πλάτωμα της απότομης βραχώδους πλαγιάς κάτω από την κορφή Ζερβό, ύψ. 1.763 μ. Βρίσκεται κοντά στα χωριά Λεοντίτο, Στεφανιάδα και Κουμπουριανά και η αρκετά απόκρημνη άλλοτε δύσβατη τοποθεσία της, εξακολουθεί να σκορπά ρίγη στον προσκυνητή, καθώς πλησιάζει από την μοναδική είσοδο, στη νότια πλευρά της πλαγιάς.  Μέσα στο συγκρότημα της μονής εντυπωσιάζει η πλακόστρωτη αυλή, οι γλάστρες με τα λουλούδια μπρος από τα κελιά, το ηγουμενείο.  Μπροστά ο μικρός ναός, το παλιό καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, 17ος αι. Με τοιχογραφίες της ίδιας περιόδου.  Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι αντιγραφή του παλιού και επιχρυσωμένο.  Δίπλα στο παλιό καθολικό το νέο, 1736 μεγαλύτερο, αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή, προέκυψε από τη μεγάλη φήμη, που είχε τον 18ο αι.  Με τη μονή συνδέονται πολλά γεγονότα ήδη από την προεπαναστατική περίοδο με πολλές συσκέψεις και συμβούλια για την προετοιμασία των αγώνων.  Ἐνα μέρος της φήμης της οφείλεται σε αυτό και στην θαυματουργή επαργυρωμένη εικόνα της Παναγίας.  Η στρατηγική της θέση είχε ιδιαίτερη σημασία ενώ το πλαίσιο που λειτουργούσε το αρματολίκι των Αγράφων, την έφερε συχνά στο επίκεντρο των συγκρούσεων.  Το 1866/7 αν και έγινε στόχος των τουρκικών δυνάμεων έδωσε σωτήριο καταφύγιο στους Θεσσαλούς, ενώ το 1878 ήταν το στρατηγείο της Θεσσαλικής επανάστασης, προοίμιο, για την οριστική απελευθέρωση του 1881.  Μέσα στο ναό η πλουσιότερη διακόσμηση σε σύγκριση με τον παλιό και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, 1779 με τις δουλεμένες λεπτομέρειες υποβάλουν την προσκυνητή.  Η μονή Σπηλιάς πανηγυρίζει της Ζωοδόχου Πηγής και τον δεκαπενταύγουστο, προσελκύοντας εκατοντάδες προσκυνητές από τη Θεσσαλία, την γειτονική Άρτα και απ όλη την Ελλάδα.  Είναι ανοικτή συνεχώς ενώ κατόπιν συνεννόησης με τον ηγούμενο της μονής, αρχιμανδρίτη Νεκτάριο, υπάρχει δυνατότητα φιλοξενίας  (24450-31739)»  (Σινάνη Αγγέλου2010:13-4)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Λουκόπουλου Δημητρίου1931: Στ΄ Άγραφα, ένα ταξίδι με εικόνες,σειρά: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Νο. 57, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη
  • Λουκὀπουλου Δημητρίου1939:Στα βουνά του Κατσαντώνη, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη
  • Στάθη Δ. Γεωργίου1971:Από τ΄ άγραφα, ήτοι η άγραφη ιστορία παλαιά, νεωτέρα και σύγχρονος των θρυλικών Αγράφων της Πίνδου, της Αργιθέας και των χωριών της, δεύτερη έκδοση, Detroit, Michigan Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής
  • Κοτσιώρη Β. Ε.1972:Αργιθέα, Αθήνα
  • Τόσκα-Κάμπα Σούλα1981:Λαογραφικά Αργιθέας Θεσσαλικών Αγράφων, (συμβολή στη λαογραφική έρευνα της περιοχής), Αθήνα
  • Τσιτσά Σεραφείμ1981: Τα Άγραφα της Πίνδου (Θεσσαλικά και Ευρυτανικά Άγραφα) με ειδικό χάρτη των Αγράφων. Γεωγραφία, ιστορία, λαογραφία, τουρισμός, δάση, ορεινή οικονομία, 1ηέκδοση 1967, επανέκδοση υπό συλλόγου των εν Λαρίση Καρδιτσιωτών «ο Καραϊσκάκης», Λάρισα
  • Κόρλου Χαρ. Κων/νου1988:Παναγιά η Σπηλιώτισσα Αργιθέας (παράδοση ιστορία), Θεσσαλονίκη
  • Τσιαντήλα Βασίλη (Επιμ.)1994: Άγραφα, εκκλησιές και Μοναστήρια, αρχαιολογικοί χώροι, παραδοσιακά κτίσματα, 2ηέκδοση, έκδ. Ένωση Αγραφιώτικων χωριών Ν. Καρδίτσας
  • Salmon Tim1995: The Unwritten Places, Lycabettus Press
  • Τυλιγάδα Ηλία1996:Ελλάς, τοπίο & φαντασία, έκδ. Αφοί Τυλιγάδα –Viotap
  • Χόντζια Κ. Νίκου1999:Πετρίλο, Αθήνα
  • ΧάρτηςΣτερεά Ελλάδα, κλίμακας1:250.000 No 4, εκδ. Road editions
  • ΧάρτηςΉπειρος / Θεσσαλία, κλίμακας 1:250.000 No 3, εκδ. Road editions
  • Περιηγητικός & πεζοπορικός χάρτης2006:Βόρεια Άγραφα, Λίμνη Πλαστήρα, κλίμακας 1: 50.000 σειρά Thessaly, Topo 50, 4.1, εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ
  • Νέζη Νίκου2010:Τα Ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), εκδ. Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας Αναρρίχησης & Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη, Αθήνα
  • Σινάνη Άγγελου2010:Αργιθέα, Αχελώος, περιήγηση στον τόπο και τα μνημεία, σειρά: Ταξίδια στην άλλη Ελλάδα, εκδ. Ελάτη Τρικάλων
  • Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα-Σταματελάτου Φωτεινή2012:Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμος Β΄, σ. 150, εκδ. για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (Δ.Ο.Λ.)
  • Κονιέττι Πάολο2016:Τα οχτώ βουνά, μυθιστόρημα, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Πατάκη