Η Αργιθεάτισσα συγγραφέας, Γιώτα Φώτου, έφυγε για τη «Χώρα των Αγγέλων» την Παρασκευή 26 Ιουλίου.
Η Γιώτα γεννήθηκε το 1957 στο Δροσάτο (Μεζήλο) Αργιθέας, Καρδίτσας και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σπούδασε αρχικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία και στη συνέχεια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Εργάστηκε ως δασκάλα και ως σχολική σύμβουλος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Άρχισε τη συγγραφή ιστοριών για παιδιά τις οποίες χρησιμοποιούσε στην τάξη για τη διευκόλυνση των παιδιών στην κατανόηση κάποιων θεμάτων.
Τις εκδόσεις των βιβλίων της τις άρχισε το 2002 με την έκδοση δύο βιβλίων: το «Το Α του Άγγελου» και συνολικά είχε γράψει περισσότερα από είκοσι βιβλία.
Στις 29 Ιουλίου 2017 συμμετείχε στην εκδήλωση τιμής για τους δασκάλους της Αργιθέας «Στον ανήφορο της γνώσης», που πραγματοποιήθηκε στο Δημοτικό Σχολείο Μάγειρου Πετρίλου.
Δημοσιεύουμε στη μνήμη της την ομιλία της σε αυτή την εκδήλωση με τίτλο «ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΤΟΥ»
ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΤΟΥ
Ο δάσκαλος άκουσε τη μηχανή του φορτηγού να μουγκρίζει στην ανηφόρα την ώρα που το μουλάρι έπαιρνε την τελική στροφή. Το σπιρούνισε να βιαστεί καθώς η καρδία του άρχισε να χτυπά ακανόνιστα. Σε λίγο θα αντίκριζε για πρώτη φορά το νεογέννητο γιό του.
Δύο χρόνια νωρίτερα, η πρωτότοκος κόρη του είχε γεννηθεί πρόωρα, στο χωριό, και η γυναίκα του τότε κινδύνευσε σοβαρά. Δεν μπορούσε να την αφήσει πάλι στα χέρια της μάνας του, που κατά ανάγκη έκανε χρέη μαμής. Όχι πως δεν προσπάθησε εκείνη αλλά….Για αυτό , αυτή τη φορά μόλις μπήκε στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, την έστειλε μόνη της στην Καρδίτσα, να είναι κοντά στους γιατρούς. Θα ήθελε να τη συνοδεύσει αλλά το χωριό ήταν μονοθέσιο. Δεν λειτουργούσε χωρίς εκείνον. Θα ήθελε να ήταν κοντά της. Ζήτησε άδεια όταν έμαθε πως γεννήθηκε ο γιός του. Σχεδίαζε να κατεβεί , να επιστρέψουν μαζί, να μην είναι μόνη στο ταξίδι, αλλά η αίτηση του δεν εγκρίθηκε.
Ξεπέζεψε την ώρα που το φορτηγό ξεκινούσε πάλι με κατεύθυνση προς το Πετρίλο. Στη στάση είχαν αποβιβαστεί πέντε έξι άτομα. Μαζί τους εκείνη με το μωρό και δίπλα τους…, τα πόδια του δάσκαλου κόπηκαν και η αμηχανία διαδέχτηκε την προηγούμενη λαχτάρα. Δίπλα στην γυναίκα του, κρατώντας μια ξύλινη βαλίτσα, έστεκε ο επιθεωρητής. Πήρε βαθιά ανάσα ο δάσκαλος και προχώρησε. Χαιρέτησε με ένα νεύμα τον προϊστάμενο του, δίστασε για λίγο διχασμένος, αλλά τελικά πλησίασε τη λεχώνα, τη φίλησε στο μάγουλο. Μέσα από τη θαλασσιά μάλλινη κουβερτούλα ξεπρόβαλε ένα προσωπάκι τόσο δα! Έπιασε το χεράκι του μωρού για λίγο!
– Να σου ζήσει δάσκαλε! Άκουσε τους υπόλοιπους. Συγχωριανοί όλοι. Τους ευχαρίστησε βιαστικά και στράφηκε στον επιθεωρητή.
– Καλώς μας ήρθατε. Από δω να σας συστήσω τη γυναίκα μου και…ο γιός μου! Τώρα τον πρωτοβλέπω και εγώ!
– Να σου ζήσει συνάδελφε, είπε εκείνος άχρωμα και έσφιξε χλιαρά το απλωμένο χέρι.
– Ε… δε σας περιμέναμε, του ξέφυγε του δάσκαλου.
– Το βλέπω, απάντησε ο επιθεωρητής και κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του.
– Θα είμαι πίσω για το απογευματινό μάθημα.
– Όχι όμως στην ώρα σου, τόνισε ειρωνικά κοιτάζοντας πάλι το ρολόι του.
– Τους έχω ειδοποιήσει ότι θα αργήσω λίγο. Θα πάει το μάθημα πιο πίσω. Ήταν ειδική περίπτωση σήμερα.
Έριξε πάλι μια ματιά στη γυναίκα του. Το βλέμμα της του έλεγε ότι καταλάβαινε τη δύσκολη θέση στην οποία, ο ίδιος είχε περιέλθει.
– Και το νυκτερινό σχολείο; θα πάει και αυτό πιο πίσω; τον επανάφερε ο επιθεωρητής.
– Θα λειτουργήσει κανονικά, βιάστηκε να πει, ενώ μαύρα φίδια τον έζωσαν.
Ενήλικες οι μαθητές του νυκτερινού, μόνοι τους είχαν αποφασίσει να απέχουν από τα μαθήματα εκείνο το βράδυ. Να τον αφήσουν να δει το μωρό, να το χαρεί. Πότε θα το έβλεπε; Ολόκληρη σχεδόν ημέρα αφιερωμένη στο ημερήσιο σχολείο που λειτουργούσε πρωί και απόγευμα και ύστερα το νυκτερινό, χωρίς επιπλέον αμοιβή και πολλές φορές η υποχρέωση να παρίσταται στις εξετάσεις των σχολείων άλλων χωριών και ένα σωρό άλλες υποχρεώσεις, που αφορούσαν τους μαθητές, τα διαβάσματα και επιπλέον τις ανάγκες ετούτου του δύσκολου τόπου. Ο επιθεωρητής προφανώς δεν καταλάβαινε από ανάγκες και συναισθηματισμούς. Ήρθε να το βαθμολογήσει, ενώ γνώριζε για τη γέννα. Ήταν ενήμερος. Ο ίδιος είχε απορρίψει την αίτηση άδειας, προφανώς ήρθε να τον αιφνιδιάσει πιστεύοντας ότι θα τον εύρισκε στο χωριό.
– Θα λειτουργήσει κανονικά το νυκτερινό σχολείο, επέμενε ο δάσκαλος, καθώς το μάτι του πήρε τον Αντώνη, ένα νεαρό συγχωριανό του, που εκείνη τη στιγμή έδενε τις αποσκευές της λεχώνας στο μουλάρι. Ζήτησε συγνώμη από τον επιθεωρητή και πλησίασε το νεαρό με το πρόσχημα να τον βοηθήσει.
– Αντώνη, κάνε μου τη χάρη να τρέξεις γρήγορα στο χωριό. Εγώ θα πάω κατευθείαν στο σχολείο με τον επιθεωρητή. Εσύ θα πεις τον αδελφό μου, να κατέβει να συνοδεύσει τη γυναίκα μου στο σπίτι και να τους ειδοποιήσει όλους, ότι τα μαθήματα του νυκτερινού σχολείου θα γίνουν κανονικά , του ψιθύρισε, καθώς δεύτερος φόβος τον κυρίευσε. Θα έρχονταν άραγε τα παιδιά για απογευματινό μάθημα ή μήπως…; Αυτά, ο Αντώνης δεν προλάβαινε να τα συγκεντρώσει εγκαίρως.
– Κατάλαβες; ρώτησε το νεαρό.
Κατάλαβε εκείνος και απομακρύνθηκε διακριτικά παίρνοντας το μονοπάτι. Μισή ώρα ποδαρόδρομος από τον αυτοκινητόδρομο ως το χωριό. Ήταν τυχεροί, αφού από κει και πέρα υπήρχαν και άλλα χωριά ακόμα μακρύτερα. Ήταν τυχεροί, αφού μόλις πριν λίγα χρόνια είχε χαραχτεί τούτος ο λειψός δρόμος που έφερνε τα φορτηγά στον τόπο τους. Μέχρι τότε μόνο με τα πόδια ή τα ζώα έφταναν στο Μουζάκι.
Ξεκίνησαν, μπρος ο ίδιος με τον επιθεωρητή πεζοί, πίσω το μουλάρι με τη λεχώνα και το νεογέννητο. Μηχανικά συμμετείχε στη συζήτηση. Μαθήματα, μεθοδολογία, η πρόοδος των παιδιών, οι απουσίες. Μηχανικά συμμετείχε. Μπαίνοντας στην κλειστή χαράδρα ήρθαν απρόσκλητες οι σκέψεις – ίδιες εδώ και χρόνια – να τον αποσυντονίσουν. Να τον πάρουν από τον επιθεωρητή ακόμα και από την παρουσία του γιού του.
Μάιος και γύρω οι βουνοκορφές σχημάτιζαν ένα άσπρο στεφάνι σαν να θέλαν να οριοθετήσουν ακόμη μια φορά την έκταση των ονείρων του. Εκεί μέσα γύριζαν τα όνειρά του, από τότε που ήταν μικρό παιδί και όταν απομακρύνθηκε από αυτή τη χαράδρα, για το γυμνάσιο, για σπουδές, για το στρατό, για τον πρώτο του διορισμό . Πάλι τα όνειρα του, μέσα σ΄ αυτήν γύριζαν. Επέστρεψε δάσκαλος στο χωριό του κάνοντας το μεγαλύτερο του όνειρο πραγματικότητα και τότε η χαράδρα στα μάτια του έγινε πολύχρωμη, παίρνοντας τα χρώματα της δράσης , του αγώνα, της ελπίδας των νέων, αλλά ομοίως οριοθετημένων ονείρων, ακόμα και όταν ήταν χιονισμένη πολύχρωμη έδειχνε η χαράδρα πλέον.
Με τις λιγοστές οικονομίες του, με προσωπική εργασία και με τη βοήθεια των αδελφών και φίλων έκτισε μια κάμαρη με προοπτική συνέχειας για να στεγάσει την οικογένεια του, να ριζώσει. Κοντοχωριανή η γυναίκα του συμμερίζονταν τα σχέδια του.
– Με τους γονείς πως είναι η σχέση σας; ρώτησε ο επιθεωρητής.
– Καλές. Συγγενείς όλοι, φίλοι… άφησε τη φράση στη μέση.
Στο μυαλό του είχε σαν απρόσκλητα τα λόγια του Λάμπρου. Λόγια ειπωμένα δυο μέρες πριν. «Δάσκαλε είσαι αυστηρός με το παιδί μου , τον αγρίεψες και έφτασε στο σπίτι κλαμένος, με το ζόρι κατάφερα να το πείσω να ‘ρθει στο μάθημα σήμερα.»
Δάσκαλε, τον είχε προσφωνήσει ο Λάμπρος, ο ξάδελφος , ο φίλος , ο συνοδοιπόρος. Κάθε φορά η προσφώνηση αυτή ειπωμένη από χείλη γνωστών και αγαπημένων έβαζε ανάμεσα σε εκείνον και τους άλλους απόσταση και υποχρεώσεις. Δάσκαλε τον είχε προσφωνήσει ο Λάμπρος και όχι με το μικρό του όνομα όπως παλιά. Όσο για το αγρίεμα του μικρού -γιος του Λάμπρου ήταν ο μικρός και εκείνος ο δάσκαλος- είχε όνειρα για το μικρό γιο του φίλου του. Ήθελε τα καλύτερα. Έπρεπε να μεταχειριστεί κάθε μέσο για να τον δει να προοδεύει. Να δει αυτόν το μικρό και όλους τους μαθητές του, τους γιους και τις κόρες των εξαδέλφων, των γειτόνων να προχωρούν. Για αυτούς τους μαθητές αγωνίζονταν, μόνο για αυτούς! Μα είδε το κρύο βλέμμα του Λάμπρου προχθές.
– Είμαστε αρκετά καθυστερημένοι για το απογευματινό μάθημα.
Επανάφερε ο επιθεωρητής τους φόβους του. Θα ερχότανε οι μαθητές άραγε στο σχολείο ή μήπως….; Θα προλάβαινε ο αδερφός του να ειδοποιήσει τους ενήλικες μαθητές του νυκτερινού;
Πέρασαν το γεφύρι και ανηφόρισαν. Η γυναίκα αμίλητη, το μωρό κάπου κάπου άφηνε ένα παραπονιάρικο βραχνό κλάμα. Ο επιθεωρητής μονοπωλούσε την προσοχή του πατέρα και αυτή η ώρα λογικά ήταν του μωρού. Ο πατέρας, ο δάσκαλος κάποια στιγμή κοντοστάθηκε να έρθει δίπλα στο μουλάρι.
– Σαν πας επάνω, στο σπίτι…, είπε στη γυναίκα του
-Ξέρω, τον καθησύχασε εκείνη.
Εκείνο που δεν ήξερε, ήταν όσο έλειπε η ίδια στη Καρδίτσα, ο δάσκαλος τα βράδια αφού κοίμιζε την κορούλα τους, σκάλιζε το ξύλο να κάνει μια κούνια, ένα μπισίκι για το μωρό και όταν το τελείωσε, ασβέστωσε την κάμαρη, την καθάρισε, τη στόλισε να τους υποδεχθεί. Εκείνο το μεσημέρι, άναψε το τζάκι πριν φύγει, να τη βρουν ζεστή μάνα και γιος. Αυτή την κάμαρη θα παραχωρούσε το ίδιο βράδυ στον επιθεωρητή. Ζεστή στολισμένη, γεμάτη όνειρα και ελπίδες. Θα μπορούσε ο επιθεωρητής να δει αυτά τα όνειρα, τις προσπάθειες του: Δεν θα ήταν ο πρώτος φιλοξενούμενος, ένα μήνα έμεινε στην κάμαρη ο τοπογράφος, που μετρούσε και ξαναμετρούσε την επέκταση του νέου δρόμου. Παραπάνω από μήνα ο μηχανικός που είχε έρθει για το υδροηλεκτρικό και άλλοι περαστικοί πολλοί. Ξενώνας είχε γίνει η κάμαρη του.
– Ξέρω, επανέλαβε η λεχώνα. Η ίδια όπως και τις προηγούμενες φορές θα στριμώχνονταν πάλι στο σπίτι του κουνιάδου της.
Ανακουφισμένος, τάχυνε το βήμα του ο δάσκαλος να φτάσει τον επιθεωρητή. Μια μικρή ανηφόρα και ύστερα το χωριό. Θα έρχονταν άραγε οι μαθητές για τα απογευματινά μαθήματα;
Η ανηφόρα τελείωσε και πίσω από το ύψωμα, «Να μας ζήσει να μας ζήσει το μωρό». Πενήντα δύο παιδιά δε χρειάστηκε να τα μετρήσει, ήταν όλοι εκεί. Είχαν έρθει να προϋπαντήσουν αυτόν και την οικογένεια του. Να συμμεριστούν τη χαρά του. Στους ώμους κρεμασμένη η υφαντή τσάντα τους με τα σχολικά και στα χέρια τους κλωνάρια από ανθισμένες κουτσουπιές. «Να μας ζήσει το μωρό, να μας ζήσει το μωρό!» Χορωδία οι φωνούλες τους και πίσω από τα παιδιά ο Λάμπρος.
– Να μας ζήσει το μωρό φίλε! Καλότυχο να είναι το παλικάρι μας!
Τα έχασε ο δάσκαλος.
– Λάμπρο, ο επιθεωρητής.
Έδωσε προτεραιότητα στη λεχώνα ο Λάμπρος, να τη φιλήσει να της ευχηθεί και ύστερα έπιασε τον επιθεωρητή από το μπράτσο.
– Τιμή μας η επίσκεψη σου κύριε επιθεωρητά. Μεγάλη μας τιμή. Που λες, αξιότιμε κύριε επιθεωρητά, τούτο το χωριουδάκι που βλέπεις, έχει μεγάλη ιστορία. Επτά Βυζαντινές Εκκλησίες υπήρχαν κάποτε εδώ.
Άρχισε τη ξενάγηση και στη συνέχεια βάλθηκε να πλέκει το εγκώμιο του δασκάλου. Είπε για την προσπάθεια του να επισκευάσει το σχολικό κτίριο, για τη δημιουργία του σχολικού κήπου, τη δενδροφύτευση του Νεκροταφείου, τη συμμετοχή του στο στήσιμο του υδροηλεκτρικού εργοστασίου, για την πρόοδο των παιδιών, την τακτική ενημέρωση των γονέων, το ρόλο του στην εκκλησία, όπου έκανε χρέη ψάλτη, την ανάγνωση των επιστολών που έφταναν από την Αμερική, την σύνταξη αιτήσεων, το ζήλο του στο νυκτερινό!
– Ο πόλεμος μας άφησε αγράμματους, αλλά ο δάσκαλος επιμένει. Μας μάζεψε όλους, κύριε επιθεωρητά, στο σχολείο. Έμαθε στις κοπέλες γράμματα να μπορούν να στέλνουν δυο αράδες στους αρραβωνιαστικούς. Που να στα λέω! Πάνε και έρχονται τα ραβασάκια στο χωριό τελευταία. Τυχεροί είμαστε, σεβαστέ μου κύριε επιθεωρητά. Έχουμε δάσκαλο που νοιάζεται για τον τόπο μας! Ε.. είναι γενέτειρα του βλέπεις , να μη το νοιάζει; Έλεγε, έλεγε ο Λάμπρος ώσπου να φτάσουν στο σχολείο κα γύρω τους τα παιδιά να τιτιβίζουν ζωηρά.
Βρέθηκε σε δύσκολη θέση ο δάσκαλος, μα ξαφνικά και με καθυστέρηση συνειδητοποίησε την πρώτη φράση που άκουσε από τα χείλη του συγχωριανού του . «Να μας ζήσει το μωρό φίλε!» Φίλε είχε πει ο Λάμπρος, όχι δάσκαλε. Αναστέναξε βαθιά, ανακουφισμένος, κοίταξε για μια φορά ακόμα γύρω του το γνώριμο ορίζοντα των Αγραφιώτικων βουνών. Ορίζοντας γεμάτος ζωηρά χρώματα με άσπρο στεφάνι.
«Δεν πάει στην ευχή και ο επιθεωρητής και η βαθμολογία του μαζί» σκέφτηκε και χαμογέλασε πλατιά.
Ήταν δάσκαλος στη γενέτειρά του και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να φανεί αντάξιος στις προσδοκίες των συγχωριανών του!
Το διήγημα το αφιερώνω στη μνήμη του πατέρα μου Παύλου Φώτου.