Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΤΟΥΣΙΟΥ
Η Ιερά Μονή Κατουσίου, αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου, χτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα πιθανόν επάνω σε θεμέλια προγενέστερης, σε βραχώδη πλαγιά, ανάμεσα στους οικισμούς Κατούσι και Λαγκάδι της Κοινότητας Ανθηρού. Δεσπόζει σε ένα πραγματικά μαγευτικό τοπίο με πλούσια θέα, περιτριγυρισμένη από πουρνάρια, σφεντάμια, καστανιές και έλατα. Κοντά της αναβλύζει γάργαρο νερό από τη σχισμή ενός βράχου, απ’ όπου υδρευόταν παλαιότερα το μοναστήρι.
Δεν γνωρίζουμε το ακριβές έτος που ιδρύθηκε η Μονή, αλλά μπορούμε να το προσδιορίσουμε από τις χρονολογίες οι οποίες διακρίνονται σε φορητές εικόνες και στις τοιχογραφίες. Σύμφωνα με μαρτυρία που βρίσκεται στο πίσω μέρος εικόνας του Τέμπλου, πληροφορούμαστε ότι η Μονή υπήρχε το έτος 1631 [ΖΡΛΘ=7139 από Αδάμ, δηλ. 1631 από Χριστού (7139-5508=1631)]. Είναι η παλαιότερη εικόνα της Μονής, στην οποία εικονίζονται η Ανάσταση και η Ανάληψη του Χριστού. Σε ενθυμήσεις που βρίσκονται σε τυπικό του έτους 1603 διακρίνεται και αυτή με χρονολογία γραφής το έτος αχλη [=1638]. Επίσης, σε δυο σημεία των τοιχογραφιών αναφέρεται η χρονολογία της αγιογράφησης, που έγινε το έτος 1663 [ΑΧΞΓ, και ΖΡΟΑ από Αδάμ (7171-5508=1663]. Με τα στοιχεία αυτά μπορούμε να πιθανολογήσουμε την κτίση της κοντά στα 1600.
Η ύπαρξη κτίσματος, πιθανόν μικρού ναού, στα νότια του σημερινού νάρθηκα, υπολείμματα του οποίου θάφτηκαν το 1950 με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου, μας επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε την ύπαρξή του από τον 16ο αιώνα, ίσως και παλαιότερα. Μάλιστα, μαρτυρίες των γερόντων μας πληροφορούν ότι σε τμήμα αυτού του κτίσματος σώζονταν και ίχνη αγιογράφησης.
Ερωτηματικό παραμένει μέχρι σήμερα αν οι 12 μοναχές (Θεοδοσία, Γλυκερία, Λουκιανή, Χριστοδούλη, Καλλινίκη, Γλυκερία, Ρωμανή, Σαλονίκη, Γλυκερία, Συγκλιτική, Κυπριανή, Συγκλιτική), που αναφέρονται στην πρόθεση 37 της Ιεράς Μονής Δουσίκου και στα φύλλα 175β και 176α, που αφορά το χωριό Κατούσι (του τέλους του 16ου αιώνα), μόναζαν σε αυτή τη Μονή (η πιθανότερη εκδοχή) ή σε μοναστήρι που πιθανόν υπήρχε στη θέση Παλαιοκκλήσι, όπου έχουν βρεθεί κιβωτιόσχημοι τάφοι και ίχνη λιθοδομής. Δυστυχώς, όμως, με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε κάτι από όλα αυτά. Η καταστροφή εκκλησιών και οικιών στα Άγραφα με τους φοβερούς σεισμούς του 1511 και του 1566 εξαφάνισε κάθε στοιχείο. (… έπεσον εκκλησίαι και οίκοι ουκ ολίγοι και φόνοι άπειροι εγένοντο και τα όρη εσπάραξαν εκ θεμελίων).
Το κτιριακό συγκρότημα
Κτισμένος ο ναός με ξεχωριστή μαστοριά από πέτρα, άμμο και ασβέστη, θεμελιωμένος πάνω σε βράχο, άντεξε στο διάβα των αιώνων, άντεξε στους σεισμούς και στις θύελλες και αντιστάθηκε στις φθορές του πανδαμάτορα χρόνου. Τα λευκά αγκωνάρια του αλλά και όλη η λιθοδομή είναι σμιλευμένα από τους μάστορες με ιδιαίτερη επιμέλεια. Με ιδιαίτερη φροντίδα ο τεχνίτης φρόντισε να σμιλεύσει και τις πέτρες της λιθοδομής των κελιών καθώς και των εξωτερικών τειχών.
Τόσο ο ναός, όσο και τα κελιά, ακόμα και ο εξώστης, που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα, είναι σκεπασμένα με σχιστόλιθο και ξύλο καστανιάς. Μέχρι το 1948 όλα τα κτίσματα σώζονταν σε άριστη κατάσταση. Τότε καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος των κελιών από πυρκαγιά που ξέσπασε και αργότερα ανακατασκευάστηκε με τις συνδρομές των χωριανών ένα μεγάλο μέρος αυτών. Οι ψηλές τοιχοποιίες των κελιών και των τειχών θύμιζαν φρούριο και δύσκολα κάποιος ανεπιθύμητος μπορούσε να εισέλθει στον εσωτερικό χώρο. Έτσι, προστατεύονταν η Μονή και οι μοναχοί, οι επισκέπτες, αλλά και οι χωριανοί, που κατέφευγαν εκεί, από τις επιδρομές των ληστών και ιδιαίτερα των Τουρκαλβανών που λυμαίνονταν την περιοχή.
Το Καθολικό
Το καθολικό της Μονής, δηλ. ο κεντρικός ναός, είναι μονόκλιτος, αθωνίτικου τύπου (δηλαδή, διαθέτει εσωτερικά ημικυκλικές προεκτάσεις για τις δύο χορωδίες των ψαλτών, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική των καθολικών των Μονών του Αγίου Όρους), χωρίς όμως τρούλο. Στο κέντρο του ναού, αντί τρούλου υπάρχει εσωτερικά της δίρριχτης στέγης ημισφαιρικός θόλος, σχηματισμένος από λιθοδομή, ο οποίος στηρίζεται στα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα, που βρίσκονται ανάμεσα σε δυο μεγάλα λιθόχτιστα τόξα, που ξεκινούν από τους τοίχους και έχουν κατεύθυνση βορρά – νότο, και στα δυο τόξα των κογχών, που έχουν κατεύθυνση ανατολή – δύση. Η ιδιαιτερότητα του ναού της Μονής Κατουσίου ως προς τον τύπο και τον τρόπο κάλυψης (δηλαδή της σκεπής του), μαρτυρεί πιθανή επίδραση από τις Παραδουνάβιες χώρες, όπως επισημαίνει ο βυζαντινολόγος Α. Ορλάνδος. Με παρόμοιο τρόπο είναι κατασκευασμένος ο θολωτός μονόχωρος νάρθηκας και τα δυο θολωτά τετράγωνα Παρεκκλήσια. Το εμβαδόν τού βασικού εσωτερικού τετραπλεύρου -εκτός των 3 κογχών- του Καθολικού είναι 24,19 τ.μ., το εξωτερικό εμβαδόν του είναι 49, 23 τ.μ., ενώ το εξωτερικό εμβαδόν του συγκροτήματος του καθολικού είναι 64,82 τ.μ.
Η θαυμάσια αγιογράφηση, έργο των εξαίρετων ζωγράφων Ιωάννη του Ευτελούς, Δημητρίου Αναγνώστου και ιερέως Αναστασίου σώζεται στο σύνολό της και σε άριστη κατάσταση.
Το ξυλόγλυπτο Τέμπλο της Μονής Κατουσίου κατασκευάστηκε το 1661. Είναι έργο σπουδαίων τεχνιτών, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, στολισμένο με κλήματα, άνθη και διάφορα άλλα επίχρυσα καλλιτεχνήματα, δεμένα αρμονικά με τις περικαλλέστατες εικόνες, διάφόρων μεγεθών, που προβάλλουν ανάμεσά τους. Αρκετές από αυτές φέρουν επιγραφές, δίνοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες. Το Τέμπλο με τις εικόνες και άλλα κειμήλια της Μονής φυλάσσονται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Ανθηρού, με άλλα κειμήλια που συγκεντρώθηκαν από τους ναούς του χωριού, με αφορμή την αρχαιοκαπηλία που σημειώθηκε στη Μονή της Μπουκουβίτσας και στον ναό της Μεταμορφώσεως στο Κατούσι.
Ο νάρθηκας, τα παρεκκλήσια και η τράπεζα των μοναχών
Ο νάρθηκας και τα παρεκκλήσια χτίστηκαν, σύμφωνα με επιγραφές που διακρίνονται πάνω από τις θύρες τους, αρκετά χρόνια μετά την κατασκευή του καθολικού και αγιογραφήθηκαν τα μεν παρεκκλήσια και η Τράπεζα των μοναχών στα έτη 1784 και 1788, ο δε νάρθηκας το 1788, αρχιερατεύοντος του Μακαρίου, με έξοδα τα οποία κάλυψε ο ιερομόναχος Ιωνάς από τη Μπουκοβίτσα (Ανθηρό). Την αγιογράφησή τους επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος από τη Βρεστενίτσα (Πηγές) της Άρτας και οι δυο μαθητές του, Ιωάννης και Γεώργιος. Ο νάρθηκας είναι σχετικά μικρός και χαμηλοτάβανος και ακολουθεί τον ρυθμό του καθολικού. Τα δυο μεγάλα τόξα της οροφής βρίσκονται αριστερά και δεξιά των θυρών, έως τα άκρα των πλευρών, με κατεύθυνση ανατολή-δύση, στα οποία (αλλά και σε δύο μικρότερα πάνω των θυρών, με κατεύθυνση βορά-νότο) στηρίζεται ο ημισφαιρικός θόλος.
Πάνω από τον εξωνάρθηκα βρίσκεται η Τράπεζα των μοναχών, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Στο βάθος της Τράπεζας και πάνω ακριβώς από τον νάρθηκα βρίσκονται δύο θολωτά παρεκκλήσια. Το νότιο είναι αφιερωμένο στους Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό, Κύρο και Ιωάννη. Το άλλο είναι αφιερωμένο στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες. Τόσο η Τράπεζα των μοναχών όσο και τα δύο παρεκκλήσια είναι στολισμένα με πλούσια αγιογράφηση, επηρεασμένη από Δυτικά πρότυπα, η οποία σώζεται σε άριστη κατάσταση.
Η Περιουσία της Μονής
Το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ακμή κάτω από τη φροντίδα και τη δράση των άξιων μοναχών που την υπηρέτησαν και απόκτησε μεγάλη ακίνητη περιουσία και κοπάδια αιγοπροβάτων. Είχε στην κατοχή της 105 στρέμματα καλλιεργήσιμη γη στο Κατούσι και στο Λαγκάδι, καθώς και άλλες εκτάσεις σε γειτονικά χωριά, όπως στην Καλή Κώμη. Τα κτήματα αυτά τα καλλιεργούσαν χωριανοί και έδιναν το 1/3 της παραγωγής τους στη Μονή (σεμπριές). Κάτω από τα κελιά της ανατολικής πλευράς οι μοναχοί είχαν τον στάβλο των κοπαδιών τους και ο εξώστης ήταν ο χώρος των εργαστηρίων τους. Με την περιουσία που διέθετε, η Μονή φρόντιζε πολλούς αναξιοπαθούντες της περιοχής και διέθετε και χρήματα για τη λειτουργία του Σχολείου της Μπουκοβίτσας, πληρώνοντας μέρος του επιμισθίου του γραμματιστή που δίδασκε σε αυτό.
Με την απαλλοτρίωση (άρθ. 65, 15/10/1926 – κώδικας αγροτικού Νόμου), που η διαδικασία της ξεκίνησε την 25η Μαΐου1929 και ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση της απόφασης την 23η Ιανουαρίου 1930, τα κτήματα της Ιεράς Μονής Κατουσίου πέρασαν στα χέρια των ακτημόνων που για χρόνια τα καλλιεργούσαν και αυτή αποζημιώθηκε με το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων διακοσίων δραχμών, με επιπλέον προσαύξηση εφτά χιλιάδων δραχμών, δηλ. 25.200 δρχ. συνολικά.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΠΟΥΚΟΒΙΤΣΑΣ
Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ανθηρού ή Μονή Μπουκοβίτσας όπως έχει επικρατήσει στους κατοίκους της περιοχής λόγω της παλαιάς ονομασίας του ομώνυμου οικισμού στον οποίο ανήκει γεωγραφικά, χτίστηκε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα στην είσοδο του σημερινού Ανθηρού, πιθανόν επάνω σε θεμέλια προγενέστερου κτιριακού συγκροτήματος. Δεσπόζει σε μια γραφική ραχούλα πάνω από τον Ανθηριώτη ποταμό, στην άκρη ενός πλατώματος, που στα ανατολικά του υπάρχει πλούσια, άγρια βλάστηση. Την ιστορία της μαρτυρεί το υπεραιωνόβιο πουρνάρι στα δυτικά του Καθολικού, κάτω από το οποίο γίνεται από παλαιοτάτων χρόνων η αρτοκλασία στη μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Παρόλο που κατασκευάστηκε σε μη βραχώδη τοποθεσία, άντεξε για αιώνες στα χτυπήματα του εγκέλαδου και αντιστάθηκε σθεναρά στις φθορές του πανδαμάτορα χρόνου. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα σώζονταν όλα τα κτίσματά του, σε κακή, βέβαια, κατάσταση τα περισσότερα και κάποια από αυτά και ως τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι σεισμοί της δεκαετίας του ’50 ισοπέδωσαν τα κελιά που διατηρούνταν στα δυτικά του Καθολικού της Μονής, όπου βρισκόταν και η είσοδός του.
Οι σεισμοί που προκάλεσαν την κατάρρευση των κελιών και τις επικίνδυνες ρωγμές στους τοίχους του καθολικού ήταν τρεις: Πρώτος είναι ο σεισμός των 7 R. του 1954, με επίκεντρο τις Σοφάδες, ο οποίος έγινε ημέρα Παρασκευή 30 Απριλίου και ώρα 15:05΄, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, μια εβδομάδα μετά το Πάσχα και δεύτερος είναι εκείνος των 6,2 R. του 1955, ο οποίος έγινε στις 19 Απριλίου, ώρα απογευματινή, 18:47΄, τρίτη ημέρα του Πάσχα, με επίκεντρο νοτιοανατολικά του Βόλου. Τρίτος είναι εκείνος των 6,8 R., ο οποίος έγινε στις 8 Μαρτίου 1957 με επίκεντρο το Βελεστίνο. Αυτή την περίοδο σημαντικές φθορές υπέστησαν πολλοί ναοί της Αργιθέας, όπως της Αγίας Παρασκευής Ανθηρού, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αργιθέα και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μεσοβουνίου, που ανάγκασαν τους κατοίκους να τους κατεδαφίσουν και στη θέση τους να χτίσουν μεγαλύτερους.
Από το υστέρημα των φτωχών Ανθηριωτών έγιναν στο πέρασμα των χρόνων οι όποιες παρεμβάσεις, ώστε να διατηρηθεί ως τις μέρες μας αυτό το Ιερό μνημείο. Και ενώ έγιναν τελευταία πολλές εργασίες με μέριμνα της ΕΒΑ και ιδιαίτερα των κατοίκων, ο σεισμός των 5 Ρίχτερ της 31ης Αυγούστου 2018 έφερε ακόμη μεγαλύτερες από τους προηγούμενους σεισμούς καταστροφές: μεγαλύτερες ρωγμές σε όλους τους τοίχους του Καθολικού, αποκόλληση πωρολιθοδομής στην Ιερά Πρόθεση και αποκολλήσεις σοβάδων. Μεγάλες είναι οι ζημιές που προκλήθηκαν και σε πολλούς άλλους ναούς της περιοχής, όπως στους ναούς Μεταμορφώσεως Ανθηρού, Αγίου Ιωάννη Προδρόμου Αργιθέας, Αγίας Παρασκευής Πετρίλου, Αγίου Νικολάου Καρυάς, Μονή Σπηλιάς Κουμπουριανών, Κοιμήσεως, Αγίας Παρασκευής και Πρ. Ηλία Πετροχωρίου, Μονή Δροσάτου …
Το καθολικό της Ιεράς Μονής Μπουκοβίτσας είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίστηκε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα και τα εγκαίνιά του, σύμφωνα με ενθύμηση που σώζεται σε ένα έντυπο Ευαγγέλιο του έτους 1637 της Ι.Μ. Κατουσίου, έγιναν την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου του έτους 1676. Στις 10 Σεπτεμβρίου, 2 ημέρες νωρίτερα, έγιναν και τα εγκαίνια του Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής Μπουκοβίτσας, ενός περίτεχνου Ναού Βασιλικής με τρούλο, ο οποίος αγιογραφήθηκε την ίδια περίοδο.
Το καθολικό της Μονής είναι τρίκογχο (διαθέτει δηλ. εσωτερικά, πέρα απ’ την κόγχη του Ιερού Βήματος, ημικυκλικές προεκτάσεις για τις δύο χορωδίες των ψαλτών, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική των καθολικών των Μονών του Αγίου Όρους, χωρίς όμως τον τρούλο), ξυλόστεγο, για το οποίο αναφέρεται το έτος 1928 από τον μητροπολίτη Ιεζεκιήλ, ότι παλαιότερα ήταν καμαροσκέπαστο, αλλά όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε ποτέ καμάρα. Το συνολικό εμβαδόν του καθολικού είναι 95,56 τ.μ. από τα οποία τα 65,56 τ.μ. καλύπτονται από τον κυρίως Ναό και το Ιερό και τα 30 τ.μ. από τον νεότερης κατασκευής νάρθηκα, που έχει εξωτερικές διαστάσεις 4,82 μ. μήκος και 6,24 μ. πλάτος.
Η αγιογράφηση του καθολικού έγινε το έτος 1682 με πρωτοβουλία του ιερομονάχου Γερμανού -πιθανότατα κτήτορα της Μονής- με έξοδα του ιδίου καθώς και των ευλαβεστάτων χριστιανών της κώμης Μπουκοβίτσας, πληροφορία που αντλούμε από την κτιτορική επιγραφή , η οποία βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου.
Σε εικόνα του Ιερού Τέμπλου, στην οποία εικονίζεται ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αναγράφεται στο κατώτερο σημείο της η χρονολογία ΑΧΠΔ: «ΕΠΕΙ ΕΤΟΥC ΑΧΠΔ [=1684] Χ(ΕΙΡ) θωδόρου». Στο κάτω μέρος της εικόνας του Χριστού Παντοκράτορα, η οποία ήταν τοποθετημένη πάνω από τη σολέα, κοντά στον σταυρό του Τέμπλου, ανάμεσα στα σύμβολα των Ευαγγελιστών αναγράφονται τα εξής: «+ ΔΕΗσις του δούλου του Θ(ε)ου / Θώμω καπετάνου / από το Λασκόβω / ετει αψλα [= 1731]».
Από την Ιερά Μονή Μπουκοβίτσας, το έτος 1760, προήλθε ο Επίσκοπος Λυχνιδών Γρηγόριος, ένας άνθρωπος με πλούσια μόρφωση και αρετές, ο οποίος καταγόταν από τη Μπουκοβίτσα. Σε βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η περιοχή Λυχνιδών ήταν η έδρα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, η οποία περιλάμβανε πολλές Επισκοπές, υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Καταγράφονται τουλάχιστον 6 Επισκοπές, εκ των οποίων οι πέντε διοικήθηκαν από Αγραφιώτες επισκόπους.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΕΣΟΒΟΥΝΙΟΥ
Η Ιερά Μονή Μεσοβουνίου, αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου, είναι κτισμένη σε ένα πανέμορφο πλάτωμα, ανάμεσα σε κατάφυτο τοπίο, πάνω από τον ομώνυμο οικισμό, σε υψόμετρο 1060 μέτρων. Η ίδρυσή της συνδέεται με την τοπική παράδοση, σύμφωνα με την οποία, η εικόνα της Παναγιάς βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο από κάτοικο του χωριού επάνω σε έναν μαλόκεδρο. Οι χωριανοί ισχυρίζονται ότι είναι ο υπεραιωνόβιος μαλόκεδρος που υψωνόταν περήφανος κοντά στον ναό έως τα τελευταία χρόνια, του οποίου οι κλάδοι έκλιναν προς αυτόν σαν να προσκυνούσαν στη Χάρη της Παναγιάς.
Ένα μέρος του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής κατέπεσε στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ το υπόλοιπο, στο οποίο διέμενε μέχρι το 1931 ο Ιερομόναχος Κυπριανός Βακούλας που το διακονούσε, άντεξε μέχρι το 1950. Τα τελευταία χρόνια, με πρωτοβουλία του παπά Αντώνιου, εφημερίου του Μεσοβουνίου, και των επιτρόπων, καθώς και με δωρεές των χριστιανών κατασκευάστηκε εκ νέου ένα οικοδόμημα για τη φιλοξενία των προσκυνητών που προσέρχονται κάθε χρόνο να προσκυνήσουν στη Χάρη της και να εκπληρώσουν το τάμα τους.
Ο ναός ετοιμόρροπος, με πολλαπλές ρωγμές, κατεδαφίστηκε το μεγαλύτερο τμήμα του από τους χωριανούς και στα θεμέλια του παλαιού καθολικού χτίστηκε καινούριο το έτος 1904 με τον ίδιο ρυθμό. Είναι μονόκλιτος, τρίκογχος, αθωνίτικου τύπου. Στο υπέρθυρο της εισόδου βρίσκεται η λιθανάγλυφη επιγραφή που αναφέρεται στην ανακαίνιση του καθολικού: «ΕΚΤΙΣΘΗ Ο ΝΑΟς // ΤΗς ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗς// ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΤΑΤΟΥ ΙΕΡω // ΜΟΝΑν(Α)Χ(ΟΥ) ΗΓΟΥΜ // ΕνΟΥ ΝΕΟΦΥ // ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟ (και αριστερά) ΕΤΟς 1904 // Ο ΚΤΙΣΤΗς // ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ // ΧΑΡΙΣΣΗς». Σε αυτόν τοποθετήθηκε το παλαιό, χρυσοποίκιλτο Τέμπλο και οι εικόνες του, με χρονολογία κατασκευής του το έτος 1618, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο παλαιός ναός υπήρχε στις αρχές του 17ου αιώνα, ίσως και πολύ παλαιότερα. Από τον παλαιό ναό διασώθηκαν και τρία μικρά τμήματα των τοιχογραφιών, τα οποία αφάνισε αργότερα ο πανδαμάτορας χρόνος. Ο Μητροπολίτης Ιεζεκιήλ αναφέρει ότι ευρέθησαν από τον ίδιο στη Μονή Μηναία Ενετικής εκδόσεως του έτους 1550.
Κατά την περίοδο της ακμής της η Μονή προσέφερε πολλά στους κατοίκους του Μεσοβουνίου και της γύρω περιοχής. Είχε αρκετά κτήματα που τα καλλιεργούσαν οι μοναχοί και άλλοι χωριανοί, αλλά αυτό που έφερνε σημαντικά έσοδα στο μοναστήρι ήταν τα μεγάλα κοπάδια που διατηρούσε. Βοηθούσε ανήμπορους και βασανισμένους ανθρώπους και φρόντιζε για την μόρφωση των παιδιών, πληρώνοντας το επιμίσθιο του δασκάλου, κάτι που παρατηρούμε σε πολλά μοναστήρια των Αγράφων.
Στην πρόθεση 37 της Μονής Δουσίκου, του τέλους του 16ου αιώνα, ανάμεσα στα 28 ονόματα των αφιερωτών από το Μεσοβούνι αναφέρεται το όνομα του ιερομονάχου Δαμασκηνού, γεγονός που ενισχύει την άποψη της ύπαρξης της Μονής από τον 16ο αιώνα. Στην πρόθεση 39 της ίδιας Μονής, μετά το 1570 έως το 1688, αναφέρονται δύο ονόματα λαϊκών και τα ονόματα του ιερομονάχου Δαμασκηνού και του μοναχού Γερασίμου.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΙΖΟΛΟΥ
Η Μονή Τριζόλου ή Καρυάς, κτίσμα πιθανόν του 17ου αιώνα, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, βρισκόταν νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού. Οι γέροντες μιλούν για ένα μικρό μοναστηριακό συγκρότημα με λίγα κελιά. Κατέρρευσε, δυστυχώς, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο μητροπολίτης Ιεζεκιήλ αναφέρει στο έργο του ότι σε εξωκλήσι του χωριού βρήκε ένα αντιμήνσιο με πατριαρχική καθιέρωση. Σε αντίθεση με όλα τα άλλα αντιμήνσια που μελέτησε, το κείμενο που αναγραφόταν σε αυτό ήταν ανορθόγραφο: «Θείον και ιερόν Θυσιαστίριον … καθιερωθέν επ’ ονόματι των αγίων και δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης παρά του παναγιωτάτου ημών Δεσπότου και Ικουμενικού Πατριάρχου κυρού Παϊσίου (;) έτει ΖϞΕ – IE Ιανουαρίου» [7095-5508=1587).
Στην Πρόθεση 39 της Μονής Δουσίκου, στα τέλη του 16ου αιώνα, αναφέρονται μεταξύ των κατοίκων τα ονόματα ενός ιερομονάχου και δύο μοναχών: Παρθενίου ιερομονάχου, Γαβριήλ μοναχού, Δανιήλ μοναχού,…
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΙΑΣΚΟΒΟΥ
Η Μονή του Λιασκόβου, κτίσμα προγενέστερο του 1511, όπως μαρτυρούν οι ενθυμίσεις που σώζονται, ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη. Οι δύο αυτές ενθυμήσεις είναι γραμμένες σε εσωτερική σελίδα ενός ξύλινου εξώφυλλου εκκλησιαστικού βιβλίου του ναού Αγίου Νικολάου Πετρωτού.
α) «Ενθύμησις ολέθρου. Εγένετο εν Λιάσκω σήμερον κγ΄ τ(ου) γ΄ μηνός έτει από της τ(ου) ΣΗΙΧ γεννήσεως, αφιά (=1511) ολεθριώτατος μέγας σεισμός εν θ΄ ώρα της δεκάτης ιδίου μηνός συνεκλόνισε άπασα την οικουμένην. Βιβλικαί καταστροφαί εγ(ένοντο) εν αυτή. Αι πύλαι του Άδου ηνεόχθησαν και εισορμώσιν εν αυτώ πλήθη νεκρών… θρηνώμεν ορώντες κατεδαφησθείσαν την ιεράν ημών μονήν μεθ’ απάντων των εν αυτή σκηνωμάτων και εν μέσω των λίθων και ξύλων νεκρών των αδελφών συλλειτουργών μοναχών τε και υπηρετών αυτής. Φευ! η έπαυλις ημών αγεννήθη έρημος. Τάφος εκάστου η μονή αυτού. Πυρ απετέφρωσε τον άγιον θείον οίκον… Εν τη ογδόη ημέρα από του μεγάλου σεισμού υετός μετά κεραυνών και δαιμο(νιωδ)ών ανέμων έσχον του ολέθρου τον επίλογον (…) Ενταύθα ούσης της θείας οργής ηφάνησμεν δια τας αμαρτίας ημών (…) Γενού κύριε ίλεως μεθ’ ημών (…) Ιερόθεος, ταπεινός δούλος κυρίου (…) ο της πάλαι ποτέ μονής ταύτης Ηγούμενος».
β) Ενθύμησις δια το κάκιστον έτος 1511, χειμών βαρύτατος, πάγοι, χιόνια, βροχαί, πείνα, σεισμοί καταστρεπτικοί, τα ζώα και οι άνθρωποι αποθνήσκουν, η Μονή Αγ. Δημητρίου κατεστράφη εξ ολοκλήρου, πολλοί διαμένοντες εν αυτή καταπλακοθέντες απέθανον, εγένετο κη΄ (28) Μαρτίου Λιάσκον…».
Οι δυο ενθυμήσεις μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη Μονή. Πρόκειται για μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα, αφού βεβαιώνεται η ύπαρξη συλλειτουργούντων μοναχών, δηλ. μεγάλου αριθμού μοναχών που την υπηρετούν. Επίσης μας πληροφορούν και για τις τεράστιες ζημιές που προκάλεσε ο σεισμός στον οικισμό του Λιασκόβου, αλλά, όπως είναι αυτονόητο, και τις καταστροφές σε όλη την γύρω περιοχή -βιβλικαί καταστροφαί. Τότε πιθανότατα κατέρρευσαν και πολλά άλλα κτίσματα της περιοχής και ανάμεσά τους ναοί και μοναστήρια.
Σήμερα, στη θέση της άλλοτε ισχυράς Μονής είναι χτισμένο από τους Λιασκοβίτες το φτωχό εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου, ρυθμού βασιλικής. Σε αυτό φυλάσσονται δύο μανουάλια και τέσσερις ξεθωριασμένες εικόνες, που ανήκουν στο Καθολικό του παλαιού μοναστηριού.
Μοναστήρι υπήρχε και στα όρια της κοινότητας Μαρτεντζικού (Ελληνικά), στην περιοχή Γραβιά, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, από το οποίο δεν σώζεται πέραν του τοπωνυμίου «Παλιομονάστηρο» τίποτε.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΝΙΣΕΒΟΥ
Η ιστορία της Μονής του Τιμίου Ιωάννη του Προδρόμου χάνεται στα βάθη του χρόνου. Δεν μας είναι γνωστή η χρονολόγησή της, αλλά με βάση το Ιερό της Τέμπλο, το οποίο σώζεται και «κοσμεί» την εκκλησιά του Αγίου Δημητρίου Αργιθέας, πιθανότατα ανήκει στον 17ο αιώνα, ίσως και στα τέλη του 16ου. Το Ιερό αυτό ξυλόγλυπτο Τέμπλο ανήκει στον τύπο Α, ο οποίος επικρατεί στην πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα. Τα κελιά και τα βοηθητικά κτίρια της Μονής κατέρρευσαν τον 19ο αιώνα, ενώ το καθολικό της σωζόταν έως το 1956. Οι ισχυροί σεισμοί που σημειώθηκαν το 1954 και το 1957 προκάλεσαν μεγάλες ζημιές και οι χωριανοί κατεδάφισαν τον παλαιό ναό και στη θέση του οικοδόμησαν μεγαλύτερο, ο οποίος δεσπόζει σήμερα κοντά στον υπεραιωνόβιο πλάτανο, μοναδικό μάρτυρα της πολύχρονης ιστορίας του μοναστηριού. Ο ναός εκείνος ήταν κατασκευασμένος σε βάθος 3 βαθμίδων από την επιφάνεια του πλατώματος και έφερε χαγιάτια. Κάτω από αυτά υπήρχαν πέτρινα πεζούλια, όπου οι χωριανοί κάθονταν και κουβέντιαζαν τα ενοριακά τους ζητήματα και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Η αγιογράφηση του καθολικού, βυζαντινής τεχνοτροπίας σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν έργο εξαίρετου αγιογράφου.
Στην πρόθεση 39 της Μονής Δουσίκου (16ος αιώνας-1668), αναγράφονται 30 ονόματα αφιερωτών από το Κνίσεβο και ανάμεσά τους το όνομα του ιερομονάχου Ανανίου.
Στην πρόθεση 37 της ίδιας Μονής, του 16ου αιώνα, αναγράφονται 178 ονόματα αφιερωτών του χωριού, από τους οποίους είναι 6 ιερείς, 6 μοναχές, ένας μοναχός και ένας ιερομόναχος:
«χωρίον γνήσιοβον ρηε΄: «δημητρίου ιερέως, ιωάννου ιερέως, σίμου ιερέως, δημητρίου ιερέως, σκάρλου ιερέως, αποστόλη ιερέως, … μαγδαληνήc μοναχ(ής), Κυπριανήc μοναχ(ής), διονυσί(ας) μοναχ(ής), αρσενίου (μον)αχού, ευφημί(ας) μοναχ(ής), ρωδιανήc μοναχήc, χριστίνηc (μον)αχήc, ανανίου ιερομονάχου …».
Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη της Μονής πριν από τον 17ο αιώνα.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΒΡΑΓΚΙΑΝΩΝ
Η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος είναι χτισμένη σε ευρύχωρο πλάτωμα του όρους Μιρμιτζάλα, απέναντι από τα Βραγκιανά, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τον κεντρικό οικισμό. Το κτιριακό συγκρότημα της Μονής διατηρείται σε αρίστη κατάσταση, αφού ανακαινίστηκε μεγάλο τμήμα αυτού την περίοδο 1952-1956 με πρωτοβουλία, μόχθου και δαπάνης των Βραγκιανιτών και άλλων πιστών και με τη στήριξη που έλαβαν από την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων.
Μεγάλη προσπάθεια ανακαίνισης και πολλή προσωπική εργασία κατέβαλαν επίσης οι μοναχοί και οι δόκιμοι της Μονής από το 2004 που εγκαταστάθηκαν εκεί με τις ευλογίες του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη κ.κ. Θεόκλητου, προσπάθεια που έφερε καρπούς και έκανε τη Μονή αγνώριστη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Μονή Μεταμορφώσεως ιδρύθηκε το 1645, όπως μαρτυρά η κτιτορική επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο του κυρίως ναού, όπου αναγράφονται τα εξής:
« + ΑΝΕΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΘΗΟC ΚΑΙ ΠΑΝCΕΠΤΟC ΝΑΟC ΤΟΥ CΟΤΙΡΟC ΗΜΩΝ ΙΗCΟΥ ΧΡΙCΤΟΥ / ΔΙΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗC ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΤΕΙ ΧΑΜΕ ΜΗΝ ΙΟΥΛΗΟC ΙΑ΄».
Ο ναός αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με χορούς, ενώ είχε κυριαρχήσει παλαιότερα η άποψη του Αναστάσιου Ορλάνδου, ο οποίος τον κατέτασσε στον συνεπτυγμένο αθωνίτικο τύπο, ισχυριζόμενος ότι η ανωδομή του καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με αυτή της σημερινής μορφής. Ίσως να υπήρχαν τότε κάποια στοιχεία που ισχυροποιούσαν την άποψή του, αλλά, σύμφωνα με τους ειδικούς της 19ης ΕΒΑ Τρικάλων, που προέβησαν τα τελευταία χρόνια σε εργασίες αποκατάστασης του ναού, δεν τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο, αφού δεν υπάρχει κανένα ίχνος θόλου. Το χαμηλό ύψος του, το μεγάλο πλάτος της τοιχοποιίας και η απουσία, βέβαια, σημαντικών σκηνών στην τοιχογραφία, όπως του Ευαγγελισμού, της Γέννησης του Χριστού, της Ανάληψης και της Πεντηκοστής, δημιουργούν ένα μεγάλο ερωτηματικό, χωρίς ωστόσο αυτά τα στοιχεία να βεβαιώνουν απαραίτητα την ύπαρξη καμαρών. Η αγιογράφηση του καθολικού, η οποία πιθανότατα έγινε λίγο μετά την ανέγερσή του, έχει υποστεί πολλές φθορές καθώς και επιζωγραφήσεις κάποιων τμημάτων.Σύμφωνα με την επιγραφή, το καθολικό οικοδομήθηκε εκ βάθρων και οι εργασίες ανέγερσής του τελείωσαν στις 11 Ιουλίου 1645, με χρήματα που διέθεσε ο ιερομόναχος Παρθένιος. Η γραφή ΧΑΜΕ αντί AXΜE έγινε πιθανόν από λάθος του αγιογράφου και προκάλεσε σύγχυση σε πολλούς ερευνητές, με αποτέλεσμα κάποιοι να τοποθετούν την κτίση του, εσφαλμένα στον 12ο αιώνα.
Ο νάρθηκας προστέθηκε πολλά χρόνια μετά, το 1797, όπως μας πληροφορεί η κτιτορική επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο. Τα έξοδα του έργου κάλυψαν ο ηγούμενος της Μονής Χριστόφορος και ο επίσκοπος του Ραντοβισδίου Καλλίνικος, ο οποίος στηρίζει το έργο του ηγουμένου και των μοναχών. Η επισκοπή του Ραντοβισδίου αναφέρεται πρώτη φορά στο τακτικό Β΄ του Ιωάννη Τσιμισκή (972‐976), εποχή κατά την οποία αυξήθηκε ο αριθμός των επισκοπών. Καταλάμβανε δε την 16η θέση από τις 28 που υπάγονταν στη Μητρόπολη της Λάρισας.
Οι γενικές εξωτερικές διαστάσεις του κυρίως ναού είναι 5,18Χ7,90 μ. και του νάρθηκα 3,38Χ5,80 μ., ενώ το ύψος της οριζόντιας ξύλινης οροφής είναι 3,50 μ.
Την αγιογράφηση του νάρθηκα επιμελήθηκαν δυο αδέρφια από τη Σπινάσα (Νεράιδα), ο Θεόδωρος και ο Αθανάσιος. Ο ναός φέρει περίτεχνο Τέμπλο, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Στο κάτω μέρος του σταυρού, που βρίσκεται στην κορυφή του Τέμπλου, υπάρχει η εξής επιγραφή:
«ΕΠΗ ΕΤΟΥC ΖΡΞΑ», δηλ. 7.161-5.508=1.653
Το μοναστήρι έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη νεότερη ελληνική ιστορία. Πολλοί από τους αγωνιστές της προεπαναστατικής περιόδου αλλά και του 1821, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Κατσαντώνης και οι Μπουκουβαλαίοι έβρισκαν καταφύγιο εκεί και το είχαν ως κέντρο εφοδιασμού στον αγώνα τους. Τον ίδιο ρόλο έπαιξε η Μονή και κατά τη διάρκεια όλων των επαναστάσεων του 19ου αιώνα.
Στις 18 Νοεμβρίου 1862, ασεβείς κάτοικοι της περιοχής οδήγησαν 17 Τουρκαλβανούς στρατιώτες του οθωμανικού αποσπάσματος που έδρευε στον Μεσόπυργο της Άρτας να λεηλατήσουν τη Μονή. Τότε σκοτώθηκαν ο ιερέας Αθανάσιος Οικονόμου, ο ηγούμενος Κωνσταντίνος και άλλα 6 άτομα, που διακονούσαν το μοναστήρι. Μετά τη σφαγή οι βάρβαροι λεηλάτησαν τον ναό και αποξένωσαν χρήματα, πολύτιμα ιερά σκεύη και άλλα αντικείμενα, ωστόσο διασώθηκαν και επιστράφηκαν τα περισσότερα χάρη στην άμεση επέμβαση των τουρκικών Αρχών, οι οποίες, μετά από ανακρίσεις, βρήκαν τους ενόχους, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα Γιάννενα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τη Μονή, διότι έμεινε έρημη και απροστάτευτη σε μια δύσκολη περίοδο. Σύντομα, όμως, θα εγκαταβιώσουν εκεί άξιοι μοναχοί και το μοναστήρι θα αποκτήσει ξανά τη χαμένη του λαμπρότητα. Το 1881 στο μοναστήρι απογράφηκαν 4 μοναχοί.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΦΥΛΛΙΟΥ
Στον συνοικισμό Κελάρια, λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο του χωριού Καταφύλλι, υπήρχε από παλαιοτάτων χρόνων μοναστήρι αφιερωμένο στην Αγία Κυριακή. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1915-1920), στη θέση του παλαιού μοναστηριού χτίστηκε με μέριμνα των χωριανών ένα μικρό εκκλησάκι. Όταν οι κάτοικοι του οικισμού γκρέμιζαν τους τοίχους, βρήκαν μέσα στην τοιχοποιία έναν ανθρώπινο σκελετό όρθιο. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν χτιζόταν το μοναστήρι, κάποιος επιχείρησε να ληστέψει τους μαστόρους και αυτοί αντέδρασαν βίαια και τον σκότωσαν. Για να εξαφανίσουν τα ίχνη του και να αποφύγουν την τιμωρία των οθωμανικών αρχών, τον έχτισαν μέσα στον τοίχο. Από το παλαιό καθολικό της Μονής σώθηκε μόνο μια εικόνα, η οποία διατηρείται έως σήμερα.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΕΖΙΛΟΥ – ΔΡΟΣΑΤΟΥ
Η Μονή του Αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας είναι χτισμένη σε δασωμένη πλαγιά, που αποτελεί προέκταση των κορυφών του Κούρλιακα, δυτικά του οικισμού Δροσάτου, σε υψόμετρο 920 μέτρων. Από το άλλοτε μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό, το οποίο αρχιτεκτονικά ανήκει στον αθωνίτικο μονόκλιτο τύπο με τρούλο (Κ3), ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα κατέρρευσαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη δυτική πλευρά του έφερε αρχικά χαγιάτι και αυτό μαρτυρείται από την αγιογράφηση της ανατολικής πλευράς του νεότερης κατασκευής νάρθηκα.
Το εμβαδόν του βασικού εσωτερικού τετραπλεύρου του καθολικού είναι 24,23 τ.μ., ενώ το εξωτερικό εμβαδόν του συγκροτήματος του καθολικού είναι 47,18 τ.μ.
Η αγιογράφηση του καθολικού, σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή, έγινε το έτος ΖΣΜΕ από Αδάμ, δηλ. το 1737 από Χριστού (7245-5508=1737). Την πρωτοβουλία αυτής είχαν ο ιερομόναχος Ανανίας και ο αποβιώσας προκάτοχός του Αθανάσιος, ενώ τα έξοδα κάλυψαν οι ίδιοι και όλοι οι κάτοικοι της κώμης Μεζίλου. Κατά τον χρόνο της ιστόρησης επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου ήταν ο Μακάριος.
Η αγιογράφηση του ανατολικού τοίχου του νάρθηκα έγινε αρκετά χρόνια αργότερα, το έτος 1776, πληροφορία που μας δίνει μικρή επιγραφή που βρίσκεται σε σημείο του τοίχου, πλάι στην απεικόνιση της Θεοτόκου.
Σε εικόνα του Σωτήρα Χριστού στο Τέμπλο αναγράφεται το έτος 1720: «Δέησις των δούλον … Ιωάννου του Γεωργίου έτους 1720». Στην Πρόθεση αναγράφονται ονόματα των κτητόρων και των δωρητών, που διαβάζονταν στη Λειτουργία κατά στην Προσκομιδή (σήμερα δυσδιάκριτα), όπως των ιερομονάχων Γαβριήλ και Αθανασίου. Σε Άγιο Ποτήριο της Μονής αναγράφεται η χρονολογία 1694 και τα ονόματα των δωρητών, Δημητρίου και Χάιδως.
Οι χρονολογίες στην ιστόρηση του καθολικού, στο ξυλόγλυπτο Τέμπλο και στο Άγιο Ποτήριο μάς οδηγούν στη διαπίστωση ότι η Μονή ιδρύθηκε πριν από το 1720, ίσως και πριν το 1700.
Η αγιογράφηση του καθολικού της Μονής Αγίου Αθανασίου διατηρείται έως σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, το έτος 2010 το μοναστήρι έπεσε θύμα αρχαιοκαπήλων, οι οποίοι αφαίρεσαν από αυτό το περίτεχνο ξυλόγλυπτο Ιερό Τέμπλο.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
Η Ιερά Μονή Βλασίου είναι χτισμένη σε κατάφυτη με έλατα πλαγιά του όρους Καράβα, δυο χιλιόμετρα πάνω από τον ομώνυμο οικισμό, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων. Από το άλλοτε μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το Καθολικό, το οποίο αρχιτεκτονικά ανήκει στον αθωνίτικο μονόκλιτο τύπο με τυφλό θόλο, ο οποίος εξέχει εξωτερικά ως τρουλοκαμάρα, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα, ετοιμόρροπα στις αρχές του 20ού αιώνα, κατεδαφίσθηκαν με μέριμνα του προέδρου της Κοινότητας και ανακατασκευάστηκε στην πορεία από τους Βλασιώτες μικρό τμήμα αυτών.
Το εμβαδόν του βασικού εσωτερικού τετραπλεύρου του καθολικού είναι 39,39 τ.μ., το εξωτερικό εμβαδόν του -εκτός του νάρθηκα- είναι 68,52 τ.μ., ενώ το εξωτερικό εμβαδόν του συγκροτήματος του καθολικού είναι 101,15 τ.μ.
Η Μονή ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα με πρωτοβουλία και δαπάνης μιας εκ των πιο επιφανών οικογενειών της περιοχής, της οικογένειας Γραμματικού ή Σουλτζιάρη. Η ίδρυσή της συνδέεται με μια τοπική παράδοση. Σύμφωνα με αυτή οι κτήτορες, επιστρέφοντας από την ξενιτιά, κοντά στον οικισμό Οξυά έπεσαν θύματα ληστών. Εκεί έκαναν τάμα στην Παναγιά, πως, αν γλίτωναν, θα έκτιζαν μοναστήρι στη Χάρη της. Με τη δύναμη της Παναγίας οι ταξιδιώτες γλίτωσαν και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν η εκπλήρωση του τάματος.
Από την επιγραφή ιστόρησης μαθαίνουμε ότι η οικογένεια των Σλουλτζιάρηδων κάλυψε το έτος 1644 (ΖΡΜΒ από Αδάμ, δηλ.7152-5508=1644) τα έξοδα της αγιογράφησης του Καθολικού, της οποίας επιμελήθηκαν ο Ευτελής Ιωάννης και ο Ιωάννης, οι πιο γνωστοί αγιογράφοι των Αγράφων.
Οι δωρητές Γεώργιος και Κωνσταντίνος Σουλτζιάρης (ο γιος) εικονίζονται ολόσωμοι στον δυτικό τοίχο με πλούσια ενδύματα, ποδήρεις χιτώνες και ψηλό σκούφο με γούνα στο γύρο, τα οποία δηλώνουν την υψηλή κοινωνική τους θέση, και ψηλά βρίσκεται η εξής επιγραφή: «ΟΙ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΙ ΚΤΙΤΩΡΕς / ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥΤΟΥ».
Σύμφωνα με σωζόμενο Πατριαρχικό σιγίλιο, ο Οικ. Πατριάρχης Γαβριήλ Δ΄ το έτος 1782 επικυρώνει το σταυροπηγιακό καθεστώς της Μονής, στηριζόμενος σε σιγίλιο του Κυρίλλου Β΄, του 1639. Σε αυτό αναφέρεται η προστασία που απολαμβάνει η Μονή από την οικογένεια των ευγενέστατων αρχόντων του γένους των Σουλτζιάρηδων.
Σε Ιερό Ευαγγέλιο του 1588, το οποίο αγόρασε κάποιος κάτοικος της περιοχής, ονόματι Γουλάτζιος, το 1595/96, σώζεται ενθύμηση, γραμμένη από τον δωρητή της Μονής Κωνσταντίνο Σουλτζιάρη, όπου σημειώνει τα εξής:
«Έτος χ(ριστο)ύ 1640 + ετούτω το ηερρόν εβανγγέληον το επήρρεν ο μμακαροίτις ο πατέρρας μμου ο γεώργος του παρούσι αλλιμματά να το φτιάσι ος ήνε και έδοσεν το ασίμμει και φλορία 8) εις χήρρας του κοιριάκοι χρισιχού ις κονσταντηνούπολλην …»
Ο νάρθηκας του καθολικού χτίστηκε 18 χρόνια αργότερα, το 1662. Την πληροφορία λαμβάνουμε από μία εγχάρακτη επιγραφή που βρίσκεται εξωτερικά, στο υπέρθυρο της νότιας εισόδου. Μέχρι στις αρχές του 20ού αιώνα σώζονταν δυο παρεκκλήσια τοιχογραφημένα. Για την ιστόρηση του νάρθηκα, που έγινε το 1774, μαθαίνουμε από την επιγραφή που σώζεται -με φθορές στο κέντρο- στο υπέρθυρο της εισόδου.
Από επιστολή του Ηγουμένου της Μονής, ονόματι Ρηγίνου, την οποία συνέταξε ο διαπρεπής δάσκαλος Αναστάσιος Γόρδιος στις 12 Οκτωβρίου 1720, με παραλήπτη τον Ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο, αλιεύουμε την είδηση της ύπαρξης περιτείχισης του μοναστηριού, η οποία έγινε το 1720 με δαπάνη του εκλαμπρότατου Νικολάου. Με την επιστολή του αυτή ο πατέρας Ρηγίνος ευχαριστεί τον Υψηλότατο για την αποστολή 100 αργυρών μεγάλων νομισμάτων και τον πληροφορεί ότι το έργο που αφορά την ασφάλεια και την άμυνα της Μονής αποπερατώθηκε σε διάστημα μόλις τριών μηνών, στοιχείο που μας κάνει γνωστό το αίσθημα της ανασφάλειας που κυρίευε εκείνη την περίοδο τους μοναχούς, αλλά και όλους τους χωρικούς, που συχνά έπεφταν θύματα των βάρβαρων επιθέσεων των ληστών και των οργανωμένων κακοποιών -κυρίως Τουρκαλβανών- που δρούσαν στον ορεινό όγκο της Πίνδου. Μας πληροφορεί επίσης ότι το αίτημα για την εν λόγω κατασκευή διαβιβάστηκε στον ενδοξότατο Μαυροκορδάτο από τους Βλασιώτες Γεωργάκη, Ιωαννάκη, Παρούση και Αρμάγο, αξιωματούχους στην αυλή του Ηγεμόνα, στοιχείο που βεβαιώνει την κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση των αποδήμων Αργιθεατών-Αγραφιωτών στη Βλαχία. Εσωτερικά, σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα από τον τοιχογραφικό διάκοσμο. Ο Ευχαριστιακός Κύκλος στο Ιερό είναι αυτός που ακολουθείται κατά κανόνα την περίοδο αυτή στα Άγραφα, ο οποίος περιλαμβάνει την Πλατυτέρα στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, το Ιερό Μανδήλιον, τον Ευαγγελισμό, την Κοινωνία των Αποστόλων, την Αγγελική Λειτουργία, το όραμα του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας, την «Άνω σε εν Θρόνω και κάτω εν τάφω», τη Συλλειτουργία των Ιεραρχών καθώς και διακόνων και άλλων Ιεραρχών σε άλλες θέσεις κλπ. Στις δύο πρώτες ζώνες του κυρίως ναού παριστάνονται Άγιοι, ολόσωμοι και σε μετάλλια, ενώ την επόμενη την περιτρέχουν οι 24 Οίκοι του Ακάθιστου Ύμνου. Οι Χριστολογικές σκηνές καταλαμβάνουν τη δυτική καμάρα και τμήμα της ανατολικής, όπου υπάρχουν και θεομητορικές παραστάσεις. Επίσης σώζονται τοιχογραφίες στον νάρθηκα και στην εξωτερική πλευρά του νότιου τοίχου, γύρω από την κεντρική είσοδο, οι οποίες ανήκουν στον 17ο αιώνα. Οι εικόνες που έφερε το περίτεχνο ξυλόγλυπτο Τέμπλο του 1641, με άλλα κειμήλια της Μονής -όσα γλίτωσαν από τους αρχαιοκάπηλους- φυλάσσονται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο του χωριού.
«Ρηγίνος καθηγούμενος Νικόλαος [Μαυροκορδάτος], ἡγεμόνας Βλαχίας Μονή Βλασίου. 1720 Ὀκτ. 12 [Βουκουρέστι]
Ἐκλαμπρότατε, ἐνδοξότατε, εὐσεβέστατε, γαληνότατε, μεγαλοπρεπέστατε, ὑψηλότατε, λογιώτατε καί σοφώτατε καί πάση ἄλλη ἀρετή κεκοσμημένε αὐθέντα καί ἡγεμών τῆς περιφήμου Οὐγγροβλαχίας κύριε κύριε Ἰωάννη Νικόλαε βοεβόδα, […].
Ἐπειδή, λοιπόν, διὰ ζώσης φωνῆς καὶ ὁμιλίας τῶν ἐντιμοτάτων καὶ ἐνδοξοτάτων τῶν περὶ αὐτὴν ἀρχόντων, τοῦ τε κυρίου Γεωργάκη καὶ κυρίου Ἰωαννάκη καὶ κυρίου Παρούση καὶ κυρίου Ἀρμάγου, τῶν ἡμετέρων συμπατριωτῶν, ἐνωτίσθη καὶ ἔμαθεν, ὡς ἀπαγγελλόντων αὐτῇ συνεχῶς τὰ κατὰ τὴν ἡμετέραν πτωχοτάτην μονήν, τὴν κειμένην ἐν τῇ ὑπωρείᾳ τοῦ ἄνωθεν τῆς ἐπονομαζομένης Βλασίου κώμης, τῆς ἡμετέρας πατρίδος, ἐπανεστηκότος ὄρους, ὃ καὶ Καράβα παρὰ πάντων λέγεται, καὶ ἐπ’ ὀνόματι τιμωμένην τῆς Γεννήσεως τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Μητρὸς καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ὡς ὅτι ἄλλων τε πολλῶν ἐνδεὴς ἦν καὶ ἐστερημένη, …»
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το μοναστήρι ήταν καταφύγιο των κλεφταρματολών των Αγράφων και ένα από τα στρατηγεία του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Εδώ λένε οι Βλασιώτες ότι κατέστρωσε τα πολεμικά του σχέδια για να αντιμετωπίσει τον Μουσταή πασά της Σκόνδρας, όταν έκανε εκείνος τη μεγάλη του εκστρατεία κατά των Αγραφιωτών.
Κατά το έτος 1881 απογράφηκαν στη Μονή 3 μοναχοί.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΕΤΡΙΛΟΥ
Σε μια πανέμορφη τοποθεσία, σε πλαγιά του όρους Βουτσικάκι, πάνω από τον συνοικισμό Αργυραίικα, σε υψόμετρο 1270 μέτρων δεσπόζει η Ιερά Μονή Πετρίλου, αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου, η επονομαζόμενη Μονή Αγίου Χαραλάμπους όπως έχει επικρατήσει στους κατοίκους της περιοχής λόγω ιερού λειψάνου του Αγίου που φυλάσσεται σε αυτή. Η ιστορία της μεγάλη και η προσφορά της στον ντόπιο πληθυσμό και ευρύτερα σπουδαία. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει με όλες τις Μονές της περιοχής, χάθηκαν πολύτιμα κειμήλια, όπως σταυροί και θυμιατά, εικόνες και ιερά σκεύη, εκκλησιαστικά βιβλία και χειρόγραφα, τα οποία μαρτυρούσαν την ιστορία της Μονής από τον χρόνο της ιδρύσεώς της. Ο ναός -κτίσμα του 1830- και τμήμα των κελιών που σώζονται πιθανότατα οικοδομήθηκαν επάνω σε θεμέλια προγενέστερων κτισμάτων και αυτό μαρτυρείται από τις επιστολές του Αναστασίου Γόρδιου, ο οποίος υπογράφει χρονολογημένες επιστολές από τη Μονή το έτος 1713, σύμφωνα με τις οποίες η Μονή αριθμούσε 47 μοναχούς, που σημαίνει ότι υπήρχε από πολύ νωρίτερα.
Σε εικόνα του Τέμπλου που παριστάνεται ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η οποία αποξενώθηκε, αναγράφεται η χρονολογία ΑΨ (=1700).
Το πλήθος των μοναχών είναι στοιχείο που δείχνει την πολύχρονη δραστηριότητα του Μοναστηριού και τη μεγάλη του περιουσία, μας επιτρέπει δε να πιθανολογήσουμε την ίδρυσή του στον 17ο αιώνα, ίσως και πιο παλιά. Η σημερινή μορφή του κτιριακού συγκροτήματος δεν μαρτυρεί τη λαμπρότητα της εποχής εκείνης. Ο πανδαμάτορας χρόνος άλλαξε την όψη του και τα νέα κτίσματα δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες λιγότερων μοναχών. Σώζονται οι δυο πτέρυγες, η νότια και η δυτική, οι οποίες οικοδομήθηκαν στα 1906. Η κατασκευή του διώροφου αυτού μεγαλοπρεπούς κτιρίου των κελιών έγινε με χρήματα του μοναστηριού και των κατοίκων, στοιχείο που δείχνει την αγάπη, τον σεβασμό και την αναγνώριση της προσφοράς της προς αυτούς στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η μεγάλη της περιουσία στον Θεσσαλικό κάμπο με την απαλλοτρίωση παραχωρήθηκε σε ακτήμονες γεωργούς και αυτή στο Πετρίλο δόθηκε στις ενορίες, όπου ανεγέρθηκαν εκκλησιές και άλλες εκτάσεις καταπατήθηκαν.
Ο Ναός, σταυρεπίστεγος με σφεντόνια, χρονολογείται σύμφωνα με εγχάρακτη επιγραφή που βρίσκεται στο θύρωμα της νότιας εισόδου στα 1830: «ΖΤΛΗ» από κτίσεως κόσμου, δηλ. 7338-5508=1830 από Χριστού.
Στο υπέρθυρο της εισόδου βρίσκεται η επιγραφή ιστόρησης του ναού, η οποία μαρτυρεί ότι η Μονή είναι Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή και ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με στοιχεία της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, η Μονή είχε ζωντανή παρουσία τουλάχιστον από το 1600. Ενώ δεν γνωρίζουμε το όνομα του κτήτορα, σε παρρησία αναφέρεται ως πρώτο όνομα του ιερομονάχου Δανιήλ και ως ανακαινιστές οι ιερομόναχος Ζωσιμάς και αργότερα ο ιερομόναχος Θεόκλητος και ο μοναχός Καλλίνικος.
Ο ναός αγιογραφήθηκε το 1851, σε εποχή που η τέχνη φθίνει, από το συνεργείο των Σαμαριναίων αδελφών Παπαϊωάννου, Ματθαίου και Μιχαήλ. Είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που αναδεικνύουν μέσα από νέες τάσεις και έντονους χρωματισμούς τις κλασικές μορφές.
Το ξυλόγλυπτο Τέμπλο του είναι έργο του «Πέτρου εκ Μετσόβου» και χρονολογείται στα 1880, στοιχείο που αντλούμε από επιγραφή της θύρας του Διακονικού.
Σε λειψανοθήκη που βρίσκεται στη Μονή Αγίου Γεωργίου του Μαυροματίου αναγράφονται τα εξής: «Τό ἱερόν κιβώτιον ὑπάρχει τοῦ Ἱεροῦ καί Πατριαρχικοῦ Μοναστηρίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γεννήσεως ἐκ τῆς κώμης Πετρίλου ἐξ Ἀγράφων παρά τοῦ Ἡγουμένου Ἀνανίου Ἱερομονάχου ἔτει 1877».
Στην εξέγερση τού 1821 και στα επαναστατικά κινήματα του 1854 και του 1866 το μοναστήρι προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες. Χρησιμοποιήθηκε από τους επαναστάτες και ως χώρος συγκέντρωσης αλλά και ως οχυρό. Πολύτιμη στάθηκε η στάση του στη διοικούσα επαναστατική επιτροπή Ηπείρου – Θεσσαλίας όταν τον χειμώνα του 1866-1867 με έδρα της το Πετρίλο, προετοίμαζε και διένειμε την επαναστατική προκήρυξη για την ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Μονή ερημώθηκε και οδηγήθηκε σε μια πτωτική πορεία που κράτησε έως τα τέλη αυτού, όταν με το ενδιαφέρον των Πετριλιωτών έγιναν τα πρώτα έργα συντήρησης του ερειπωμένου μνημείου. Κατά το έτος 2006 η Μονή έπεσε θύμα αρχαιοκαπήλων, οι οποίοι αφαίρεσαν τις εικόνες του Τέμπλου, τα βημόθυρα, δυο ξυλόγλυπτα μανουάλια και άλλα ιερά κειμήλια. Οι εικόνες εντοπίστηκαν και επιστράφηκαν στον φυσικό τους χώρο οι 3, ενώ γίνονται προσπάθειες και για τον επαναπατρισμό των υπολοίπων.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΔΑΣ
Νότια του χωριού Στεφανιάδα, στη διαδρομή για τον οικισμό Ρωμιά, σε ένα γραφικό πλάτωμα υπήρχε, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η Μονή του Αγίου Χαραλάμπους. Οι κάτοικοι του χωριού μιλούν για ένα μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα, πλούσιο κατά την περίοδο της ακμής του. Δυστυχώς, δεν σώθηκαν στοιχεία για την ιστορία της Μονής, παρά μόνο λίγες φορητές εικόνες. Σημαντική είναι μια παράδοση, που έφτασε από γενεά σε γενεά και σε εμάς, η οποία μαρτυρά την σπουδαιότητά της και τον ρόλο της στην περιοχή.
Σύμφωνα με αυτή, μοναχοί της Μονής Χαραλάμπους Στεφανιάδος είναι οι κτήτορες της Μονής Σπηλιάς. Δύο μοναχοί του μοναστηριού, ο Παρθένιος και ο Αθανάσιος, ξεκίνησαν το μακρινό τους ταξίδι για τους Αγίους Τόπους. Μετά από ένα δίωρο πορείας αντιμετώπισαν το ξέσπασμα μιας φοβερής καταιγίδας και για να προφυλαχτούν, αναζήτησαν καταφύγιο στη μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται στο ρίζωμα του τεράστιου βράχου, επάνω στον οποίο είναι χτισμένη σήμερα η Μονή της Παναγιάς. Η κακοκαιρία συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ και οι οδοιπόροι αποκοιμήθηκαν εκεί. Στον ύπνο τους είδαν το ίδιο όνειρο. Είδαν γυναίκα με μαύρα ενδύματα, που τους προέτρεπε να ανέβουν στην κορυφή του βράχου, όπου θα έβρισκαν την εικόνα της Παναγιάς και στη θέση αυτή θα έπρεπε να χτίσουν Μονή της Θεοτόκου. Το πρωί που ξύπνησαν, διηγήθηκαν το ίδιο όνειρο και αποφάσισαν να πράξουν αυτά που τους πρόσταξε η «μελανειμονούσα γυναίκα». Μετά από επίπονες προσπάθειες κατόρθωσαν να ανέβουν στην κορυφή του βράχου, όπου σε μεγάλο πουρνάρι του πλατώματος βρήκαν την εικόνα της Παναγιάς. Εκεί οι δυο μοναχοί έχτισαν Ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΛΕΟΝΤΙΤΟΥ
Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Χαραλάμπους Λεοντίτου χτίστηκε πιθανότατα επάνω σε θεμέλια προγενέστερου, το 1882, όπως αυτό μαρτυρείται από επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου. Το στοιχείο ύπαρξης προγενέστερου κτίσματος ενισχύεται από την εύρεση έντονων ιχνών καύσης κάτω από τις πλάκες του δαπέδου καθώς και από τα όστρακα εφυαλωμένης κεραμικής με πινελιές καφεκίτρινου και πράσινου χρώματος, που τονίζουν τις γραμμές του εγχάρακτου θέματος, τα οποία βρέθηκαν στις εκσκαφές του περιβάλλοντος χώρου.
Το καθολικό της Μονής ανήκει στον μονόκλιτο αθωνίτικο τύπο, που κυριαρχεί στα Άγραφα, η αρχιτεκτονική του οπο ίου δείχνει επιρροές από τις Παραδουνάβιες χώρες, όπως επισημαίνει ο Ορλάνδος.
Σε λιθανάγλυφη επιγραφή, που βρίσκεται εντοιχισμένη στο εξωτερικό της κόγχης του Ιερού Βήματος παρατηρούμε τα εξής στοιχεία: Στο κέντρο της υπάρχει σταυρός και εκατέρωθεν αυτού δυο αντωπά αιλουροειδή, ενώ κοντά στις κεραίες του η γραφή «1823 …ΟΜΟ… // ΟΙΚΟς Χαραλαμπ…».
Στα νοτιοδυτικά του κυρίως ναού προστέθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα νάρθηκας, ο οποίος στεγάζεται με έναν χαμηλό τυφλό τρουλίσκο, κατασκευασμένο με πωρόλιθο. Αργότερα προστέθηκε στα δυτικά του καθολικού και ένα δωμάτιο, που είχε τη χρήση γυναικωνίτη, αλλά, επειδή είχε οπτική επαφή με τον ναό μόνο μέσω παραθύρων, έγιναν στα μέσα του 20ού αιώνα οι απαραίτητες τροποποιήσεις. Στα νότια του καθολικού οι χωριανοί κατασκεύασαν διώροφο ξυλόστεγο κελί – αρχονταρίκι και στα ανατολικά του ένα «πολύγωνο» καμπαναριό με λειτουργία καθιστικού, στο οποίο τοποθέτησαν περιμετρικά ξύλινα καθίσματα. Το 2002, μετά από πρωτοβουλία ενοριτών και με συλλογική δράση, έγιναν πολλές εργασίες αποκατάστασης όλων των οικοδομημάτων, αλλάζοντας αισθητά την όψη της Μονής.
Το προηγούμενο κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού προφανώς καταστράφηκε, όπως και πολλές άλλες εκκλησιές της Αργιθέας, από τα βάρβαρα στίφη του Μουσταή πασά της Σκόνδρας, το 1823. Στο Λεοντίτο, στις 26 του Ιούλη, πρόβαλε αντίσταση στη μεγάλη στρατιά ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με το ασκέρι του, με σκοπό να κερδίσει χρόνο, ώστε να προλάβει ο πληθυσμός της περιοχής να αποσυρθεί στα Παλούκια, όπως είχε προβλέψει στο στρατηγικό του σχέδιο ο εμπειροπόλεμος κλεφταρματολός, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την περιοχή. Τότε καταστράφηκαν και άλλες δυο εκκλησιές του Λεοντίτου, της Αγίας Παρασκευής και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, παλαιότερες του 18ου αιώνα.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΦΟΥΝΤΩΤΟΥ
Κοντά στο χωριό Φουντωτό υπήρχε μέχρι στις αρχές του 20ού αιώνα η Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οικοδόμημα πιθανόν του 17ου αιώνα. Πληροφορίες για τη Μονή αντλούμε από το έργο του Μητροπολίτη Ιεζεκιήλ, ο οποίος γράφει το έτος 1928 τα εξής: «Έξωθεν του χωριού Φοντούνι (Φουντωτό), υπάρχει η Μονή της Κοιμήσεως Κοπλεσίου, η σήμερα επωνομαζόμενη του Αγίου Χαραλάμπους. Ατυχώς προ ολίγων ετών κατέπεσεν ο ναός, θολωτός αγιογραφημένος, και κατεστράφησαν αι αγιογραφίαι και η υπάρχουσα επιγραφή. Το Τέμπλον, ξυλόγλυπτον, τας Εικόνας και τα σκεύη παρέλαβον εις την νεόκτηστον Εκκλησίαν Φοντουνίου. Επί του Ιερού Ποτηρίου αναγινώσκομεν: Το παρόν Ποτήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου αφιερώθη δι’ εξόδων Παρθενίου του αυτού και Ηγουμένου εις χωρίον Κοπλέσι 1787. Εκοσμήθη διά χειρός καμού του ταπεινού Γιάννη Χατσόγλου».
Εις το δισκάριον αναγράφεται: «Δισκάριον Γεωργίου και του περιεστώτος λαού έτος 1680». Εις σταυρόν ευλογίας αναγράφεται: «Ο Τίμιος Σταυρός υπάρχει του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου εκ κόμης Κοπλέσι έτος 1780». Βλ. Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης, Αι Ιεραί Μοναί …, σ.141.
Ο ιερέας Γεώργιος Στάθης μας δίνει μία πληροφορία για τη Μονή Χαραλάμπους. «Προ πολλών ετών, ο αείμνηστος ιερεύς Κουπλεσίου, Αποστόλης Βεργίνης, ερευνών εις κάποιον ετοιμόρροπον κελλίον του μεγάλου μοναστηρίου του Αγίου Χαραλάμπους, και πριν τούτο καταρρεύση εντελώς, ανεκάλυψε, μεταξύ άλλων ημικατεστραμμένων εκκλησιαστικών βιβλίων, και εν ογκώδες χειρόγραφον Νομοκανόνιον, με θαυμάσιον γραφικόν χαρακτήρα. Εις το τέλος αυτού υπήρχεν η επιγραφή: “Ως οι θαλαττεύοντες αγάλλονται ευρείν εύδιον λιμένα, ούτω και οι γράφοντες ιδείν βίβλου το τέλος.
+ Νικόλαος Πρωτόπαπας, εκ Κώμης Σταφανιάδος
Τω Πρεσβυτέρω Χαραλάμπω, χωρίω Μεζίλω
(αψιγ΄) 1713 μηνί Αυγούστω 23 (κγ)».
Ο ναός στον οποίο τοποθετήθηκαν το παλαιό Τέμπλο και φορητές εικόνες της Μονής οικοδομήθηκε το έτος 1928 και είναι αφιερωμένος στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, όπως αφιερωμένο στη μνήμη του ήταν και το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΣΠΥΡΕΛΟΥ – ΠΕΤΡΟΧΩΡΙΟΥ
Σε γραφική τοποθεσία με πλούσια θέα και σε μικρή απόσταση από το Πετροχώρι δεσπόζει ένας μικρός, αλλά λίαν καλλιτεχνικός ναός, αφιερωμένος στη μνήμη του Προφήτη Ηλία. Είναι το μοναδικό κτίσμα που απέμεινε από το άλλοτε κτιριακό συγκρότημα της Μονής, που χρονολογείται από τους ειδικούς στον 17ο αιώνα. Ο ναός αρχιτεκτονικά ανήκει στον μονόκλιτο αθωνίτικο τύπο (παραλλαγή ΚΙΑ) και έχει είσοδο από τα δυτικά, ενώ δεν υπήρχε ποτέ νάρθηκας. Οι μέσες εξωτερικές διαστάσεις του, χωρίς το ιερό και τους χορούς, είναι 7,52Χ5,22μ.
Η θαυμάσια αγιογράφησή του σώζονταν πλήρης μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, όταν τμήμα του σοβά της δυτικής καμάρας και του δυτικού τοίχου κατέπεσαν. Οι υπόλοιπες, παρά τις ρωγμές, διατηρούνται πεντακάθαρες, σε πολύ καλή κατάσταση και το ίδιο ισχύει και για το περίτεχνο Τέμπλο, που στο βόρειο άκρο του Δωδεκάορτου φέρει επιγραφή με χρονολογία 1754: «ΑΓΙΩΝ (…) [ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΕΝΔ]ΟΞΟΥ [ΗΛΙΟΥ] ΤΟΥ ΘΕΣΒΙΤΟΥ και διά εξόδου της αυτής χώρας σπηρέλου κε διά συνδρομής ΓΡΙΓΟΡΙΟΥ ιερομονάχου κ(αι) ανθίμου μοναχού αυγούστου 15 (…) 1754». Η ίδια χρονολογία αναγράφεται στο νότιο βημόθυρο, ενώ στο βόρειο αναγράφονται οι δωρητές: « (…) ΔΟΥΛΟΥ ΚΥ(ΡΙΟΥ) ΔΗΜΗΤΡΙΟ Κ(ΑΙ) ΙΩΑΝ(ΝΗ) (…) (…)ΔΟΡΙ // ζηλου (…). Το εικονογραφικό πρόγραμμα, όπως και η απόδοση των μορφών παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τα αντίστοιχα του παλαιού Καθολικού της Μονής Σπηλιάς, της οποίας η Μονή του Προφήτη Ηλία, σύμφωνα με κατοίκους του χωριού, ήταν μετόχι. Επηρεασμένος από την εικονογράφηση της Μονής Σπηλιάς είναι και ο αγιογράφος της Μονής Κώστη.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΠΗΛΙΑΣ ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑΝΩΝ
Ξακουστή στο πανελλήνιο, η Μονή Σπηλιάς Κουμπουριανών είναι από τα πιο φημισμένα προσκυνήματα της Θεσσαλίας, γνωστή στο ευρύτερο κοινό από τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς. Δεσπόζει σε δύσβατη και απόκρημνη προεξοχή βράχου, πάνω από τον Πετριλιώτη ποταμό και απέναντι από τον οικισμό Κουμπουριανά, σε υψόμετρο 880 μέτρων.
Η Μονή έχει δυο καθολικά. Το πρώτο που συναντάμε αφού περάσουμε την πύλη του οχυρωματικού περίβολου αυτής είναι το μικρότερο και αρχαιότερο, που τιμάται στο όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εφαπτόμενο στα βόρεια αυτού το νεότερης κατασκευής μεγαλοπρεπέστατο καθολικό, που είναι αφιερωμένο στην Παναγία τη Ζωοδόχο Πηγή.
Ο ναός της Κοιμήσεως αρχιτεκτονικά ανήκει στη βασική παραλλαγή ΚΙΑ του μονόκλιτου αθωνίτικου τύπου, ο οποίος κυριαρχεί την περίοδο του 17ου αιώνα στα Άγραφα. Αποτελείται από τον κυρίως ναό και το Ιερό, ενώ δεν υπάρχει νάρθηκας. Είναι το μικρότερο καθολικό του τύπου, με μέσες εξωτερικές διαστάσεις 4,80Χ6,34 μ. Η χρονολογία ίδρυσης της Μονής μάς είναι άγνωστη. Έχουν γραφτεί κατά καιρούς κάποιες απόψεις, ατεκμηρίωτες όμως, γιατί δεν σώζεται η κτιτορική επιγραφή ή κάποια άλλη πηγή που να το μαρτυρεί. Σύγχυση στους ερευνητές προκάλεσε κάποια αναφορά σε ύπαρξη ενεπίγραφης πλάκας πάνω από την είσοδο του ναού, με χρονολογία 1064, η οποία καταστράφηκε. Ο τύπος του ναού, βέβαια, όπως και η αγιογράφηση αλλά και το Τέμπλο παρουσιάζουν ομοιότητες με άλλους της περιοχής και αυτά τα στοιχεία οδήγησαν τους ειδικούς στην άποψη ότι ανήκει στον 17ο αιώνα.
Το έτος 1677 υπήρχε η Μονή και αυτό το πληροφορούμαστε από σιγίλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου του Δ΄, αναφερόμενο στη Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κουμπουριανών, της Επαρχίας Φαναρίου. Από το περιεχόμενο του σιγιλίου προκύπτει ότι η Μονή οικοδομήθηκε εκ βάθρων με δαπάνη του ιερομονάχου Ανανία, ο οποίος εξασφαλίζει μετά από αίτημά του την προστασία και την κατάταξη της Μονής στα πατριαρχικά σταυροπηγιακά μοναστήρια. Αυτό σημαίνει ότι χτίστηκε κάποια χρόνια πριν το 1677, διότι, για να ζητά ο ιερομόναχος προστασία, έχει ήδη αποκτήσει η Μονή περιουσιακά στοιχεία, και αυτό δεν γίνεται σε βραχύ χρονικό διάστημα.
Πιθανόν, όμως, να υπήρχε στον ίδιο χώρο μοναστήρι, που ερειπώθηκε, όπως και άλλα των Αγράφων, από τους ισχυρούς σεισμούς του 1511 ή του 1566. Ο Ν. Βέης ταυτίζει τη Μονή Σπηλιάς με την αναφερόμενη σε χειρόγραφο του 1328 Μονή της Θεοτόκου «εν τω σπηλαίω του Γραδιστίου». Ο ναός ήταν καταστόλιστος με αγιογραφίες του 17ου αιώνα, αλλά, δυστυχώς, σήμερα σώζεται αποσπασματικά ένα μέρος του ζωγραφικού διάκοσμου, έργο ανώνυμου ζωγράφου, επηρεασμένου από τη ζωγραφική τέχνη της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Στον θόλο εικονίζεται ο Παντοκράτορας περιτριγυρισμένος από αγγελικές δυνάμεις και τους 4 Ευαγγελιστές στα σφαιρικά τρίγωνα. Στο ιερό βήμα δεσπόζει η Πλατυτέρα, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα του εικονίζεται ο καθιερωμένος ευχαριστιακός κύκλος (Η Θεία Λειτουργία των Αγγέλων, η Κοινωνία των Αποστόλων, οι Συλλειτουργούντες Ιεράρχες, η Άκρα Ταπείνωση στην κόγχη της Προθέσεως, η παράσταση του Συμεών του Στυλίτη στο Διακονικό, ο Προφήτης Ιωνάς που εξέρχεται από την κοιλιά κήτους, Ιεράρχες και Διάκονοι). Στο μέτωπο της κόγχης σώζεται η σκηνή της Ανάληψης, ενώ στην ανατολική καμάρα εικονίζονται οι παραστάσεις του Ευαγγελισμού, της Γέννησης του Χριστού, της Υπαπαντής και της Βάφτισης. Επίσης σώζεται η σκηνή του «Μη Μου Άπτου», με την εμφάνιση του Αναστημένου Κυρίου στη Μαρία τη Μαγδαληνή και η σκηνή της θεραπείας ενός λεπρού. Στις κόγχες των χορών παριστάνονται οι σκηνές της Μεταμορφώσεως (νότια) και της Αναστάσεως, κάτω από αυτές υπάρχει μια ζώνη με μαρτύρια Αγίων και στην κατώτερη ζώνη παριστάνονται στρατιωτικοί Άγιοι. Στον δυτικό τοίχο σώζεται η πολυπρόσωπη παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Παρόμοιο εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθείται από τον αγιογράφο του Προφήτη Ηλία Πετροχωρίου.
Το περίτεχνο επίχρυσο Τέμπλο, που χρονολογείται στον 17ο αιώνα, λεπτοτάτης επεξεργασίας, καταστράφηκε από φωτιά και αντικαταστάθηκε με αντίγραφό του. Τμήμα του παλαιού σώζεται και διατηρείται σε καλή κατάσταση, το οποίο περιλαμβάνει τμήμα της Μεγάλης Δεήσεως καθώς και τμήμα από τη ζώνη του Δωδεκάορτου, όπου διακρίνονται σκηνές του Ευαγγελισμού, της Γέννησης, της Υπαπαντής και της Βάφτισης.
Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής οικοδομήθηκε στα 1736, στοιχείο που λαμβάνουμε από εγχάρακτη επιγραφή που βρίσκεται εξωτερικά, δίπλα στη νότια είσοδο, σήμερα δυσδιάκριτη, το περιεχόμενο της οποίας διέσωσε ο μητροπολίτης Ιεζεκιήλ.
Ανήκει στον τετρακιόνιο αθωνίτικο τύπο με τρούλο και φέρει νάρθηκα μεταγενέστερο, ο οποίος χτίστηκε στα 1892 σύμφωνα με σωζόμενη εγχάρακτη επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου:
«ΕΚΤΙΣΘΗ Ο ΝΑΡΘΗΞ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΣΗΝΔΡΟΜΙΤΩΝ ΚΕ ΚΥΡΙΟΥ ΧΡΙΣΑΝΘΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ 3 1892».
Το εμβαδόν του βασικού εσωτερικού τετραπλεύρου του καθολικού είναι 81,58 τ.μ., το εξωτερικό εμβαδόν του -εκτός του νάρθηκα- είναι 130,67 τ.μ., ενώ το εξωτερικό εμβαδόν του συγκροτήματος του καθολικού είναι 168, 25 τ.μ.
Είναι ο πιο μεγαλοπρεπέστερος ναός της εποχής εκείνης στην περιοχή. Ο πλούσιος διάκοσμος και το περίτεχνο επιχρυσωμένο Τέμπλο, δουλεμένο με μεράκι από τους τεχνίτες του ξύλου, Γεώργιο και Ιωάννη, αφήνουν έκθαμβο τον προσκυνητή. Το Τέμπλο κατασκευάστηκε το 1779, όπως αναγράφεται στην επιγραφή που φέρει:
«ΕΝ ΕΤΙ ΑΨΟΘ (=1779) ΕΚΑΛΟΠΟΙCΘΗ Ο ΘOΙΟC ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΗΜΟς ΤΕΜΠΛΟC ΔΙA ΕΞΟΔΩΝ ΚΟΠΟΥ ΤΕ ΚΕ ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΩΣΙΟΤΑΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ Κ(ΑΙ) ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗC ΑΥΤΗC ΜΟΝΗC ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΩΝΤΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΜΑΚΑΡΙΟΥ – ετελειώθη εν μηνί Αυγούστω κγ δια χειρός γεωργίου και ιωάννου … ».
Στο κάτω μέρος της εικόνας του Χριστού του Τέμπλου αναγράφεται: «ΕΛΑΧΙCΤΟC ΘΕΟΔΩΡΟC ΑΓΙΟΓΡΑΦΟC ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΧΙΑΝ ΕΚ THC ΚΩΜΙC MΠΟΥΚΟΥΡΕCΤΙ ΕΤΟΣ ΑΨΛΖ (=1737». Στην εικόνα της Θεοτόκου αναγράφεται: «Διά χειρός ελαχίστου Θεοδώρου εκ κώμης Αγιάς». Οι ερευνητές ταυτίζουν το πρόσωπο του αγιογράφου της Μονής Σπηλιάς, Θεόδωρου εκ Βουκουρεστίου (και εξ Αγιάς), με τον ιερέα Θεόδωρο που ζωγράφισε το καθολικό της Μονής Αγίας Τριάδας Δρακότρυπας. Το όνομα Θώδορος το συναντάμε και σε εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στη Μονή Κοιμήσεως του Ανθηρού με χρονολογία ΑΧΠΔ (1684). Στη Μονή σώζονται αρκετά κειμήλια, λειψανοθήκες, σταυροί, καντήλες θυμιατά, βιβλία κλπ. Τα περισσότερα από αυτά φέρουν εγχάρακτες επιγραφές του 18ου αιώνα, εποχής της μεγάλης ακμής του μοναστηριού.
Στην αργυρή επένδυση της Θαυματουργής εικόνας της Μονής είναι γραμμένη η εξής επιγραφή: «ΕΙΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΠΑΦΩΤΗ ΔΗΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΠΟΖHΟΥ 1883».
Η Μονή Σπηλιάς προσέφερε στο διάβα του χρόνου πολλά, τόσο στους Αργιθεάτες και στους προσκυνητές, όσο και σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό. Κατά τη διάρκεια του ιερού των Ελλήνων αγώνα του 1821 αλλά και σε όλες τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα το μοναστήρι έπαιξε σπουδαίο ρόλο και η προσφορά του υπήρξε ανεκτίμητη. Η οχυρωματική θέση που κατέχει, στάθηκε παράγοντας ώστε να γίνει ο χώρος αυτής το ορμητήριο των καπεταναίων και όλων των αγωνιστών αυτής της περιόδου. Τα ονόματα των Μπουκουβαλαίων, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, του Γιαννάκη Ράγκου, του Τσιάκα, του Καραούλη, του Ζαχαράκη, του Γεωργίου Καναβού, του Οικονόμου, του Χαϊντούτη, των Αλεξανδραίων και πολλών άλλων αγωνιστών του Έθνους έχουν συνδεθεί με το όνομά της. Σ’ αυτόν τον ιερό χώρο οργάνωναν τα συμβούλια, εδώ έπαιρναν τις αποφάσεις κι εδώ γινόταν η προετοιμασία του αγώνα. Ανάλογη προσφορά έχουν και άλλες Μονές της Αργιθέας, όπως η Μονή Κατουσίου, η Μονή Πετρίλου και η Μονή Βραγκιανών. Παρόλο που η Μονή πολιορκήθηκε και χτυπήθηκε σφοδρά από τα στίφη των βαρβάρων, το κτιριακό της συγκρότημα διασώθηκε και συντηρείται έως σήμερα σε άριστη κατάσταση.
Το 1881 απογράφηκαν στη Μονή Σπηλιάς 4 μοναχοί.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑΝΩΝ
Σε ένα γραφικό πλάτωμα με πλούσια θέα, ανάμεσα σε κατάφυτο τοπίο και εντός των ορίων της κοινότητας των Κουμπουριανών βρίσκεται το μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Η Μονή αυτή είναι γνωστή ως Μονή Κώστη κι αυτό επειδή, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κτήτορας της Μονής ήταν ένας βοσκός της περιοχής, που ονομαζόταν Κωστής. Αφού βρήκε με θαυμαστό τρόπο πάνω σε ένα δένδρο την εικόνα της Θεοτόκου, πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και έκτισε τη Μονή, η οποία πήρε το όνομά του.
Το καθολικό ανήκει στον μονόκλιτο αθωνίτικο (τρίκογχος) τύπο με τρούλο (στην παραλλαγή Κ3), ενώ παλαιότερα είχε δυο νάρθηκες και ένα παρεκκλήσιο πάνω από αυτούς, σύμφωνα με όσα στοιχεία διέσωσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιεζεκιήλ, ο οποίος επισκέφτηκε τη Μονή το έτος 1929. Εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα 1759, ενώ το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο Τέμπλο χρονολογείται με επιγραφή στα 1760: «1760 / ΟΚΤΟΜΒ / ΡΙΟΥ – 21».Από το συγκρότημα του μοναστηριού σώζονται το καθολικό και ο περίβολος, σχήματος τετραγώνου, καθώς και ίχνη των κελιών και άλλων βοηθητικών χώρων. Το καθολικό αποτελείται από τον αρχικό κυρίως ναό και τον νεότερο ξυλόστεγο νάρθηκα, ο οποίος χτίστηκε στη θέση παλαιότερου. Το εμβαδόν του βασικού εσωτερικού τετραπλεύρου του καθολικού είναι 27,53 τ.μ., το εξωτερικό εμβαδόν του -εκτός του νάρθηκα- είναι 50,90 τ.μ., ενώ το εξωτερικό εμβαδόν του συγκροτήματος του καθολικού είναι 94,75 τ.μ.
Πληροφορίες για το μνημείο μάς δίνουν οι επιγραφές που σώζονται έως σήμερα. Σε εγχάρακτη επιγραφή που βρίσκεται στη βόρεια εξωτερική πλευρά του καθολικού και επάνω από το παράθυρο της κόγχης διαβάζουμε:
«ΑΝΗΓΕΡΘΗ Ο ΘΗΟC ΚΑΙ ΙΕΡΟC ΝΑΟC ΤΗC ΕΝΔΟΞΟΥ ΔΕCΠΗΝΗC ΗΜΟΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΗΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑC ΔΕΗCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (…) ΕΤΟΥC 1749 CΕΠΤΕ(ΜΒΡΙΟΥ)».
Η επιγραφή αυτή μας πληροφορεί για την χρονολογία που ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανέγερσης του ναού (1749) καθώς και για το όνομα του αρχιεπισκόπου Νεοχωρίου και Φαναρίου, Μακαρίου.
Σύμφωνα με τις επιγραφές της Μονής, το καθολικό χτίστηκε το 1749 και ιστορήθηκε το 1759, με δαπάνη και μόχθο των ιερομονάχων Δανιήλ και Θεοκλήτου και του μοναχού Παρθενίου, επί αρχιερατείας του Μακαρίου. Η ίδια χρονολογία υπήρχε σε επιγραφή του τρούλου, την οποία διέσωσε ο Κωνσταντίνος Χαρ. Κορλός: «ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΙ ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΥΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (…) ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΨΝΘ [= 1759]».
Στα δίπτυχα της προθέσεως αναγράφονται ονόματα ιερομονάχων, μοναχών, ιερέων, του Μητροπολίτη, κλπ.: Μακαρίου αρχιερέως, Δανιήλ ιερομονάχου, Θεοκλήτου ιερομονάχου, Παρθενίου μοναχού, Αθανασίου ιερέος, Βασιλικής Πρεσβυτέρας, Παναγιώτου ιερέος κλπ.
Η Μονή διέθετε πολλά κτήματα, τα οποία μοιράστηκαν σε ακτήμονες της περιοχής στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα πολύτιμα ιερά κειμήλιά της αποξενώθηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα, όπως και στις περισσότερες Μονές των Αγράφων, από αρχαιοκάπηλους. Ανάμεσα σε αυτά ένα δισκοπότηρο και ένα αντιμήνσιο από χοντρό ύφασμα, ιχνογραφημένο δια χειρός με χοντρές, αλλά καλλιτεχνικές γραμμές και γράμματα, ιερουργηθέν και καθαγιασθέν από τον επίσκοπο Φαναρίου και Νεοχωρίου Λαυρέντιο, με χρονολογία ΖϞς Α΄ [7.096-5508=1588 Ιανουάριος]. Σώζονται σήμερα μία κολυμπήθρα, ένα ευαγγέλιο και ένας σταυρός, που τα διαφυλάσσει η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων.
Η προσφορά της στους κατοίκους των γειτονικών χωριών αλλά και ολόκληρης της περιοχής υπήρξε σπουδαία. Πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν κάτω από την σκέπη της Παναγιάς, όπως οι κυνηγημένοι από τον Αλή πασά Σουλιώτες στα 1804.
Το 1881, σύμφωνα με την απογραφή, διακονούσαν τη Μονή Κώστη τρεις μοναχοί.
Τα κείμενα προέρχονται από τα έργα του Ξενοφώντα Σ. Κουτή «Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του καθολικού της Ι.Μ. Μπουκοβίτσας Αγράφων – Μονές και Ναοί της Αργιθέας, 16ος– 19ος αιώνας» και «Από την Αθαμανία στ’ Άγραφα – η ιστορία της Αργιθέας».